Η Μαίρη Χρονοπούλου, νοσηλευόταν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του νοσοομείου «Ευαγγελισμός» από τη Δευτέρα, 2 Οκτωβρίου, έπειτα από πτώση μέσα στο σπίτι της που είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρά τραύματα στο κεφάλι και να διασωληνωθεί.
Η σπουδαία ηθοποιός έδωσε «μάχη» για να κρατηθεί στη ζωή, ωστόσο σήμερα, η ήδη επιβαρυμένη υγεία της... δεν άντεξε! Η διοίκηση του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», με ανακοίνωσή της, εξέφρασε τα θερμά της συλλυπητήρια στους οικείους της.
Η Μαίρη Χρονοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου 1933. Τις δεκαετίες του 1960 και 1970 διακρίθηκε ως μία από τις πιο δημοφιλείς και σημαντικές Ελληνίδες ηθοποιούς και έγινε μεγάλη σταρ τη χρυσή εποχή του κινηματογράφου.
Η αγαπημένη ηθοποιός μεγάλωσε στην Αθήνα και αποφοίτησε από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στο οποίο εμφανίστηκε στις ομάδες του χορού, σε αρχαία δράματα. Το 1957 άρχισε να συνεργάζεται με το ελεύθερο θέατρο, κάνοντας εμφανίσεις στο Ακροπόλ στα έργα των Αλέκου Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου «Η Κυρία» και «Ρομάντζο μιας Καμαριέρας».
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε σαν κομπάρσος στην ταινία «Χαρούμενο Ξεκίνημα» του Ντίνου Δημόπουλου, παραγωγής Φίνος Φιλμ το 1954, όταν ήταν ακόμη φοιτήτρια. Το 1958 πήρε ένα μικρό ρόλο στο «Τελευταίο Ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη, πάλι στη Φίνος Φιλμ.
Από το 1963 και μετά πρωταγωνίστησε σε πλειάδα κωμικών αλλά και δραματικών ταινιών της Φίνος Φιλμ, και όχι μόνο, σε ρόλους ντάμας και μοιραίας γυναίκας, δίπλα σε όλους τους άντρες πρωταγωνιστές της εποχής, όπως ο Νίκος Κούρκουλος, ο Φαίδων Γεωργίτσης, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Γιώργος Φούντας και ο Αλέκος Αλεξανδράκης.
Από τις πλέον ξεχωψριστές ερμηνείες της ήταν αυτή στην ταινία «Τα κόκκινα φανάρια» (1963) του Βασίλη Γεωργιάδη, υποψήφια για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας στην 36η απονομή των βραβείων το 1964 σε παραγωγή της Δαμασκηνός - Μιχαηλίδης, «Χωρίς Ταυτότητα», (1963, Φίνος Φιλμ), «Το χώμα Βάφτηκε Κόκκινο», δραματική ταινία του 1966 σε σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη και σενάριο Νίκου Φώσκολου, υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στην 38η απονομή των βραβείων το 1966, «Πολύ Αργά για Δάκρυα» του Γιάννη Δαλιανίδη (1968, Φίνος Φιλμ), «Όταν η Πόλις Πεθαίνει» σε σενάριο Νίκου Φώσκολου και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη (1969, Φίνος Φιλμ), «Οι Αδίστακτοι» του Ντίνου Κατσουρίδη (1965, Σάβας Φιλμ), «Κοινωνία Ώρα Μηδέν» του Ντίνου Δημόπουλου (1966, Φίνος Φιλμ), «Η Λεωφόρος του Μίσους» (1968, Φίνος Φιλμ) και «Ορατότης Μηδέν» του Νίκου Φώσκολου (1970, Φίνος Φιλμ).
Ανάμεσα σε αυτές τις κοινωνικές και δραματικές ταινίες, η Μαίρη Χρονοπούλου, έδωσε ρεσιτάλ ερμηνείας σε τρία μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, παραγωγής Φίνος Φιλμ, στα οποία και έκανε θραύση: «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και «Γοργόνες και Μάγκες». Σε αυτά διακρίθηκε για τις ερμηνευτικές της δυνατότητες στο τραφούδι. Ιδιαίτερα στο «Μια κυρία στα μπουζούκια» σαγήνευσε το κοινό με το ακαταμάχητο στυλ και ταμπεραμέντο της τόσο υποκριτικά όσο και ερμηνεύοντας δύο από τις μυθικές επιτυχίες των τραγουδιών του ελληνικού κινηματογράφου, το «Είμαι γυναίκα του Γλεντιού» και το «Του αγοριού απέναντι», σε συνθέσεις του Μίμη Πλέσσα.
Την περίοδο 1967-68 υπήρξε η καλύτερη πρωταγωνίστρια του κινηματογράφου και κέρδισε το βραβείο της ενώσεως κριτικών.
Στη θεατρική της καριέρα, συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους θιάσους της Αθήνας και έπαιξε με την ίδια ερμηνευτική ικανότητα σε όλα τα είδη θεάτρου. Το 1972 συγκρότησε τον δικό της θίασο με τον οποίο ανέβασε τα έργα: «Τι ώρα θα γυρίσεις, Πηνελόπη» του Σόμερσετ Μομ και «Ένα καυτό κορίτσι» του Ιάκωβου Καμπανέλη.
Η ανακοίνωσή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου
«Tην επιφανή σταρ με διαχρονικό εκτόπισμα, όπως αποδείχτηκε στο πέρασμα των δεκαετιών» αποχαιρετά σε συλλυπητήριο μήνυμά του το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. H Μαίρη Χρονοπούλου «διέτρεξε σχεδόν ολόκληρο το θεματικό φάσμα της μυθοπλασίας, από το μελόδραμα και το ηθογραφικό δράμα των ανοικτών οριζόντων έως το μιούζικαλ και άφησε έντονο το αποτύπωμά της και στον νέο ελληνικό κινηματογράφο» τονίζει στο μήνυμα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.
«Η Μαίρη Χρονοπούλου υπήρξε μία μεγάλη κυρία του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου, επιφανής σταρ με διαχρονικό εκτόπισμα, όπως αποδείχτηκε στο πέρασμα των δεκαετιών. Διέτρεξε σχεδόν ολόκληρο το θεματικό φάσμα της μυθοπλασίας, από το μελόδραμα και το ηθογραφικό δράμα των ανοικτών οριζόντων έως το μιούζικαλ. Το "ελληνικό γουέστερν" του Βασίλη Γεωργιάδη "Το χώμα βάφτηκε κόκκινο", στο οποίο πρωταγωνίστησε το 1966, ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η Μαίρη Χρονοπούλου στάθηκε, άλλοτε αέρινη κι άλλοτε δωρική, στο πλευρό όλων σχεδόν των αντρών πρωταγωνιστών εκείνων των χρόνων, δίπλα στον Νίκο Κούρκουλο, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον Φαίδωνα Γεωργίτση, τον Γιώργο Φούντα. Η παρουσία της γέμισε το κινηματογραφικό κάδρο σκηνοθετών που συνδέθηκαν με τις καλύτερες στιγμές της Φίνος Φιλμ, του Βασίλη Γεωργιάδη, του Ντίνου Δημόπουλου, του Γιάννη Δαλιανίδη, του Νίκου Φώσκολου. Η Μαίρη Χρονοπούλου άφησε έντονο το αποτύπωμά της και στον νέο ελληνικό κινηματογράφο. Ανάμεσα στις σπουδαίες συνεργασίες της ήταν αυτές με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο ("Οι κυνηγοί", "Ταξίδι στα Κύθηρα") και τον Κώστα Βρεττάκο ("Τα παιδιά της Χελιδόνας"). Ο τελευταίος πρωταγωνιστικός ρόλος της ήταν το 1996 στην ταινία "Προς την Ελευθερία" του Χάρη Παπαδόπουλου.
Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου εκφράζει τα βαθιά συλλυπητήριά του στους οικείους της» καταλήγει το συλλυπητήριο μήνυμα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου», αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση!