Επομένως, ισχύει ότι οι καιρικές συνθήκες επηρεάζουν τους πάσχοντες; Παρά τον αρκετά μεγάλο αριθμό μελετών που εξετάζουν την επίδραση του καιρού σε προβλήματα που σχετίζονται με τη ρευματοειδή αρθρίτιδα (ΡΑ), τα αποτελέσματα παραμένουν ασαφή. Οι μελέτες εξετάζουν την αντίληψη του ασθενούς έναντι της πραγματικότητας. Σε μια μελέτη ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα, οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν, εάν ο καιρός επηρέαζε την κατάστασή τους. Και, ίσως δεν αποτελεί έκπληξη, πολλοί είπαν ότι ναι, στην πραγματικότητα συμβαίνει.
«Πολλοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι ο καιρός επηρεάζει την κατάστασή τους», αναφέρει η κυρία Ελένη Κομνηνού Ρευματολόγος Διευθύντρια Κλινικής Αυτοάνοσων Ρευματικών Παθήσεων Μetropolitan General και συνεχίζει: «Τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι παραπονιούνται ότι ο ψυχρότερος καιρός ή η υγρασία τούς κάνει να αισθάνονται χειρότερα από τον πιο ηλιόλουστο, ζεστό και ξηρό καιρό».
Είναι γνωστό όμως, ότι η αντίληψη δεν ισοδυναμεί απαραίτητα με την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, η ανάλυση των συμπτωμάτων και ιδιαίτερα του πόνου είναι μία από τις δυσκολίες που συναντώνται μεταξύ των μελετών σχετικά με τις καιρικές επιπτώσεις σε αρθριτικούς ασθενείς. Πράγματι, ο πόνος είναι δύσκολο να αντικειμενοποιηθεί καθώς είναι μια υποκειμενική εμπειρία με σημαντικές παραλλαγές μεταξύ των ατόμων αλλά και του ιδίου ατόμου.
Είναι αντιληπτό λοιπόν, ότι το κλίμα επιδρά και επηρεάζει τα συμπτώματα της νόσου στους ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα. Υπάρχουν αντικρουόμενα αποτελέσματα στη βιβλιογραφία και δεν είναι σαφές εάν το αποτέλεσμα είναι σύμπτωση ή άμεσο αποτέλεσμα. Μεταξύ των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν για να εξηγηθούν τα ασαφή ευρήματα που αναφέρθηκαν σχετικά με την επίδραση του κλίματος στον πόνο, αξιολογήθηκε και η επίδραση των εποχών.
«Οι εποχές ορίζονται από το κλίμα σε ένα συγκεκριμένο μέρος στη γη. Η εποχικότητα είναι ένα φαινόμενο που έχει αναφερθεί συχνά ότι σχετίζεται με διάφορες καταστάσεις στον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένων ασθενειών, ανάπτυξης, γονιδιακής έκφρασης, ανοσίας και φυσιολογίας. Συγκεκριμένα, η επίδραση της εποχικότητας σε αυτοάνοσα νοσήματα και αρθρώσεις έχει περιγραφεί σε μελέτες. Για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, αυτή η επίδραση έχει αναφερθεί για την εμφάνιση της νόσου, την πορεία της, ακόμη και την ακτινογραφική εξέλιξη και τη σοβαρότητά της. Επιπλέον, ακόμη και αν η μελέτη των καιρικών παραμέτρων θεωρείται απλή, η αλληλεπίδρασή τους με τους ανθρώπους είναι πολύπλοκη. Για πολλούς ανθρώπους με αρθρίτιδα, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού συνήθως εμφανίζεται σημαντική ανακούφιση των συμπτωμάτων. Ακόμη και όταν υπάρχει λίγη υγρασία, ο πόνος της αρθρίτιδας τείνει να είναι ηπιότερος τις πιο ζεστές και ηλιόλουστες μέρες», επισημαίνει η ρευματολόγος.
Και αν δεν υπάρχει υγρασία; Ο ξηρός καιρός μπορεί να είναι πολύ καλύτερος για τον πόνο της αρθρίτιδας. Αλλά ο πόνος μπορεί να χειροτερέψει κατά τη διάρκεια των βροχερών ημερών και των χειμερινών καιρικών συνθηκών.
Η βαρομετρική πίεση, με απλά λόγια, είναι το βάρος του αέρα. Το βάρος αυξάνεται με τον καλό καιρό (π.χ. ήλιος, ζέστη) και μειώνεται με κακές καιρικές συνθήκες (π.χ. καταιγίδες, δυνατός άνεμος).
«Σε περιόδους βροχής και χιονιού, η θερμοκρασία πέφτει και η βαρομετρική πίεση μειώνεται. Αυτό μπορεί να προκαλέσει πάχυνση του υμένα και φλεγμονή στις αρθρώσεις, γεγονός που τις κάνει πιο δύσκαμπτες. Έτσι ο ασθενής μπορεί να είναι πιο ευαίσθητος στον πόνο κατά τη διάρκεια της κίνησης, κάνοντας τον πόνο της αρθρίτιδας να φαίνεται χειρότερος. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, η αναγνώριση και αξιολόγηση της ΡΑ έχει γίνει πιο προσιτή και ακριβέστερη. Επιπλέον, κατά την τελευταία δεκαετία, η θεραπεία της ΡΑ έχει παρουσιάσει σημαντική εξέλιξη. Έτσι, οι ασθενείς μας είναι συνήθως σε ύφεση. Οι συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες του κλίματος από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές θα μπορούσαν επίσης να είναι μια πιθανή εξήγηση για τις διαμάχες που εντοπίζονται στις μελέτες» τονίζει.
Συμπερασματικά, η πιθανότητα των καιρικών επιπτώσεων στον πόνο των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα ανάλογα με την εποχή, ιδιαίτερα δε, η επίδραση των ακραίων θερμοκρασιών είναι ορατή.
«Τα αποτελέσματα δεν μπορούν να γενικευθούν και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εποχιακές διακυμάνσεις, οι γεωγραφικές αποκλίσεις εντός των μελετών και άλλοι παράγοντες (π.χ. σύνδρομο Sjogren), που μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο μελλοντικών μελετών» καταλήγει η κυρία Κομνηνού.