Ο αριθμός τους ελάχιστα διαφοροποιείται μεταξύ των χωρών και είναι ανεξάρτητος από την οικονομική κατάστασή τους. Σε παραπλήσια συμπεράσματα κατέληξε μια μελέτη των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ, η οποία έδειξε ότι 1 στις 5 γυναίκες δεν τεκνοποιεί.
«Τα τελευταία χρόνια η ανδρική υπογονιμότητα αυξάνεται ραγδαία. Υπολογίζεται ότι στις μισές περιπτώσεις το πρόβλημα ξεκινά από τους άνδρες και ο κατάλογος των αιτιών είναι μεγάλος. Έχει παρατηρηθεί ότι η ποιότητα του σπέρματός τους υποβαθμίζεται. Επίσης, ολοένα και περισσότεροι αντιμετωπίζουν ανωμαλίες στο ουρογεννητικό σύστημα και εμφανίζουν καρκίνο στους όρχεις», επισημαίνει ο Χειρουργός Ανδρολόγος Ουρολόγος δρ Αναστάσιος Λιβάνιος.
Για την πλειονότητα των ανδρών με υπογονιμότητα ευθύνονται περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η κακή διατροφή, η αύξηση του σωματικού βάρους, το άγχος, η χρήση κάνναβης, η χρόνια χρήση γλυκοκορτικοειδών, η έκθεση σε πολλά οιστρογόνα ή τεστοστερόνη, η κατανάλωση αλκοόλ και το κάπνισμα ή το άτμισμα, όπως και η έκθεση των όρχεων σε υψηλές θερμοκρασίες. Η έκθεση σε χημικές ουσίες που διαταράσσουν τις ορμόνες με τις οποίες έρχονται σε επαφή οι άνδρες στην καθημερινή ζωή τους έχει επίσης ενοχοποιηθεί από μελέτες.
Στις αιτίες πρέπει να προστεθούν γενετικοί λόγοι αλλά και ιατρικές παθήσεις, όπως ο διαβήτης, η κιρσοκήλη, η στυτική δυσλειτουργία, η κυστική ίνωση και το σύνδρομο Cushing, η δυσλειτουργία του υποθαλάμου ή της υπόφυσης, που παράγουν ορμόνες για τη διατήρηση της φυσιολογικής λειτουργίας των όρχεων. Επίσης, η υπερπλασία των επινεφριδίων και η ύπαρξη αυτοάνοσων διαταραχών, οι τραυματισμοί και οι λοιμώξεις μπορεί να οδηγήσουν σε δυσκολία απόκτησης απογόνων.
Και αν οι άνδρες σε νεαρή ηλικία δυσκολεύονται να τεκνοποιήσουν, στους άνω των 40 ο κίνδυνος πολλαπλασιάζεται. Τελευταίες μελέτες έχουν δείξει ότι και η λοίμωξη COVID-19 επηρεάζει τη γονιμότητα, αφού μειώνει τον αριθμό των σπερματοζωαρίων και την ποιότητά τους.
Στο 39ο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας (ESHRE) παρουσιάστηκε μια μελέτη, την οποία πραγματοποίησαν, μεταξύ Φεβρουαρίου 2020 και Οκτωβρίου 2022 Ισπανοί ερευνητές.
Σε αυτήν συμμετείχαν 45 άνδρες, μέσης ηλικίας 31 ετών, που παρακολουθούνταν από έξι κλινικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Όλοι είχαν επιβεβαιωμένα περάσει ήπιας μορφής COVID-19 και οι κλινικές διέθεταν δεδομένα από την ανάλυση δειγμάτων σπέρματος που είχαν ληφθεί πριν από τη μόλυνση των ανδρών. Ένα άλλο δείγμα σπέρματος ελήφθη μεταξύ 17 και 516 ημερών μετά από τη μόλυνση. Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δειγμάτων πριν και μετά από την COVID-19 ήταν κατά μέσο όρο 238 ημέρες.
Οι ερευνητές ανέλυσαν όλα τα δείγματα που ελήφθησαν έως και 100 ημέρες μετά από τη λοίμωξη και στη συνέχεια ανέλυσαν ένα υποσύνολο δειγμάτων που ελήφθησαν μετά από 100 και πλέον ημέρες.
Διαπιστώθηκε ότι υπήρχε μείωση στον όγκο και στη συγκέντρωση του σπέρματος, στον αριθμό των σπερματοζωαρίων, στη συνολική κινητικότητά τους, καθώς και στον αριθμό των ζωντανών σπερματοζωαρίων. Η κινητικότητα και ο συνολικός αριθμός σπερματοζωαρίων επηρεάστηκαν περισσότερο. Σύμφωνα με τον επικεφαλής της μελέτης, το 50% των ανδρών περίπου είχαν 57% χαμηλότερο συνολικό αριθμό σπερματοζωαρίων απ’ ότι πριν νοσήσουν.
Αν και οι ερευνητές περίμεναν ότι η δημιουργία νέου σπέρματος (για την οποία απαιτούνται 78 ημέρες) θα επανέφερε την ποιότητα και τη συγκέντρωση σπέρματος, αυτό δεν συνέβη. Γι’ αυτό απαιτούνται μεγαλύτερες και μακροπρόθεσμες μελέτες για να διαπιστωθεί αφενός εάν οι αρνητικές επιπτώσεις της λοίμωξης μπορούν να έχουν μόνιμο χαρακτήρα και εάν αυτή επηρεάζει τη γονιμότητα και αφετέρου να βρεθεί ο μηχανισμός που ο SARS-CoV-2 επηρεάζει τους όρχεις και το σπέρμα.
«Η έρευνα υπογραμμίζει τη σημασία της μακροχρόνιας παρακολούθησης των ασθενών μετά από μια λοίμωξη COVID-19, ακόμη και αν πρόκειται για ήπια. Και πέραν αυτής όμως οι άνδρες που διαπιστώνουν ότι οι προσπάθειές τους να αποκτήσουν παιδί δεν ευοδώνονται μετά από εύλογο χρονικό διάστημα, πρέπει να απευθύνονται στον ουρολόγο τους ώστε να διενεργηθούν εξετάσεις. Με το σπερμοδιάγραμμα (ανάλυση σπέρματος) αξιολογείται η συγκέντρωση (αριθμός), η κινητικότητα και η μορφολογία (σχήμα) των σπερματοζωαρίων και από τα αποτελέσματα μπορεί να διαπιστωθούν τυχόν διαταραχές, στις οποίες περιλαμβάνονται η αζωοσπερμία, η ολιγοσπερμία, η ασθενοσπερμία και η τερατοσπερμία, καθεμία από τις οποίες μπορεί να ευθύνεται για την υπογονιμότητα του άνδρα. Το εργαστήριο όπου γίνεται η ανάλυση, εξετάζει επίσης το σπέρμα και για λοιμώξεις. Εάν είναι φυσιολογικό, τότε απαιτούνται πρόσθετες εξετάσεις, όπως αιματολογικές, υπερηχογράφημα όσχεου, διορθικό υπερηχογράφημα, ανάλυση ούρων μετά την εκσπερμάτιση, βιοψία όρχεων και άλλες πιο εξειδικευμένες. Ανάλογα με την αιτία της υπογονιμότητας συστήνονται τρόποι και θεραπείες που μπορούν αυξήσουν τα ποσοστά γονιμότητας. Μεταξύ αυτών η λήψη αντιβίωσης εάν η υπογονιμότητα προκαλείται από κάποια λοίμωξη, η ορμονοθεραπεία, η αντιμετώπιση προβλημάτων σεξουαλικής επαφής (π.χ. στυτική δυσλειτουργία) και η χειρουργική επέμβαση. Όταν το πρόβλημα οφείλεται σε προβλήματα χαμηλού αριθμού σπερματοζωαρίων ή χαμηλής κινητικότητας, η μέθοδος ICSI μπορεί να χαρίσει τον πολυπόθητο απόγονο», καταλήγει ο δρ Λιβάνιος.