Βασικός στόχος του έργου ήταν να αξιολογήσει τα τρέχοντα σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία μη κλινικής υποστήριξης των ασθενών με καρκίνο και των φροντιστών τους στις χώρες της ΕΕ, με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτές που εκπροσωπούνται από τους εταίρους του έργου «E-Health4Cancer», δηλαδή την Ιταλία, την Ελλάδα και τη Δανία.
Η σύνταξη και η δημιουργία του οδηγού βασίστηκε σε μια πολύπλευρη προσέγγιση. Το Πανεπιστήμιο της Νάπολης (UNINA) ηγήθηκε μιας συστηματικής βιβλιογραφικής ανασκόπησης σχετικά με τις λύσεις ψηφιακής υγείας στην Ευρώπη, ενώ όλοι οι εταίροι, συμπεριλαμβανομένου του
Πανεπιστημίου της Νάπολης (UNINA), του Κέντρου Καθοδήγησης Καρκινοπαθών - Kapa3 (συντονιστής του έργου), του Ελληνικού Δικτύου Φροντιστών (EPIONI) και της Δανικής Επιτροπής για την Αγωγή Υγείας (DCHE), συνέλεξαν απόψεις εμπειρογνωμόνων από ενώσεις υγειονομικών φορέων και επαγγελματιών από τις χώρες εταίρους, ώστε να εντοπιστούν τα κύρια κενά στην υποστήριξη που λαμβάνουν οι ενήλικες που πάσχουν από καρκίνο και οι φροντιστές τους. Στη συνέχεια, η DCHE ανέλαβε τη σύνταξη του εγγράφου «Οδηγός Καλών Πρακτικών».
Ο Οδηγός Καλών Πρακτικών είναι άμεσο αποτέλεσμα των συνεργατικών προσπαθειών των εταίρων του έργου και της ανταλλαγής χρήσιμων πρωτοβουλιών σε μη κλινικές λύσεις ψηφιακής υγείας για τον καρκίνο, οι οποίες μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τόσο των ασθενών όσο και των φροντιστών. Τα κύρια συμπεράσματα του οδηγού είναι τα εξής:
- Ο κατακερματισμός οδηγεί σε σύγχυση
- Περισσότερα δεν σημαίνει απαραίτητα και καλύτερα
- Μη βιωσιμότητα - μη πρόοδος
- Λύνουμε τι, για ποιον;
Τα παραπάνω δεδομένα επιβεβαιώθηκαν και εμπλουτίστηκαν με νέα δεδομένα που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της ημερίδας «Implementation of Digital Tools for Oncological Quality of Care – Barriers and Facilitators», που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου το τελικό προσχέδιο του Οδηγού Καλών Πρακτικών παρουσιάστηκε στους ενδιαφερόμενους φορείς ψηφιακής υγείας και ψηφιακής φροντίδας, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματιών υγείας, τοπικών αρχών, των ασθενών και φροντιστών, νομικών φορέων, των ενώσεων ασθενών καθώς και της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Η συνάντηση προσέλκυσε 237 συμμετέχοντες, εκ των οποίων 123 παρακολούθησαν αυτοπροσώπως και 114 εξ αποστάσεως.