Ιδιαίτερα «ευρηματικό» χαρακτηρίζει, ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Εταιρειών Ελλάδας (ΣΦΕΕ) το αξίωμα που προωθεί η κυβέρνηση ότι «εφόσον αυξάνεται η κατανάλωση σε μια θεραπευτική κατηγορία, ανεξάρτητα από το ποιοι είναι οι λόγοι που δημιουργούν αυτή την αύξηση, τότε θα τιμωρηθούν οικονομικά αυτοί που προσφέρουν την θεραπεία». Η λέξη «ευρυματικό» όμως φαίνεται πως κρύβει μια δόση ειρωνίας, αφού όπως διευκρινίζει ο ΣΦΕΕ, «δεν σχετίζεται με βασικές αρχές πολιτικής υγείας».
Δηλαδή, «οι εταιρείες που έχουν φάρμακα για το διαβήτη φταίνε που είναι πολλοί αυτοί που έχουν σακχαρώδη διαβήτη σύμφωνα με τις διαγνώσεις των ιατρών δημόσιων δομών», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο Σύνδεσμος εξηγεί εκ νέου πως η θεσμοθέτηση ενός νέου rebate ουσιαστικά συνιστά «μεταμφίεση» του clawback, ώστε να μειωθεί το απόλυτο νούμερο του σε σχέση με το 2020 και να επιτευχθεί ένας σχετικός στόχος του RRF.
Κατηγορεί , μάλιστα, την Πολιτεία πως αδιαφορεί για τον αντίκτυπο θα έχει στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.
Η απόφαση για το νέο rebate
Με Απόφαση του Υπουργού Υγείας και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, την 1η Νοεμβρίου, εφαρμόζεται από τις αρχές του έτους μια νέα πρόσθετη, υποχρεωτική έκπτωση 3%. Οι φαρμακευτικές εταιρείες θα πρέπει να εφαρμόζουν το νέο rebate σε φάρμακα που διατίθενται κυρίως από τα ιδιωτικά φαρμακεία και καταγράφουν υψηλές πωλήσεις.
Πρόκειται για τη δεύτερη, νέα υποχρεωτική έκπτωση που εισάγεται, καθώς το Μάιο έγινε εισαγωγή πρόσθετης υποχρεωτικής έκπτωσης 5% στα μοναδικά φάρμακα, επίσης με αναδρομική ισχύ από τις αρχές του έτους.
Εν ολίγοις, οι εταιρείες θα καλούνται να παραχωρήσουν το 2022 επιπλέον υποχρεωτικές εκπτώσεις, είτε 5% είτε 3%.
Ειδικότερα, αναφέρεται ότι «αφορά φάρμακα που ταξινομούνται σε τουλάχιστον μια από τις παρακάτω κατηγορίες:
α) τα φάρμακα υψηλού κόστους της λίστας του ν. 3816,
β) τα φάρμακα που ταξινομούνται μόνα τους σε υποομάδα (cluster) θεραπευτικής κατηγορίας του Καταλόγου Αποζημιούμενων Φαρμάκων, σύμφωνα με το Ανατομικό-Θεραπευτικό-Χημικό Σύστημα Ταξινόμησης, καθώς και
γ) τα φάρμακα που ταξινομούνται στις μεγαλύτερες σε μέγεθος δαπάνης θεραπευτικές κατηγορίες.
Ως μεγαλύτερες σε μέγεθος δαπάνης θεραπευτικές κατηγορίες εκλαμβάνονται παρουσίασαν ετήσια συνολική δαπάνη, προ εφαρμογής ποσών επιστροφής και αυτόματης επιστροφής, άνω των 20 εκατ. ευρώ, το 2021.
Από την επιβολή πρόσθετου τέλους εξαιρούνται τα φάρμακα για τα οποία έχουν συναφθεί οι συμφωνίες . Για το έτος 2022 δεν επιβάλλεται πρόσθετη έκπτωση στα προϊόντα (Brand) για τα οποία το ποσό της επιστροφής (rebate) έχει δείκτρια Ιμοναδ ίση με ένα (1). Επιπρόσθετα εξαιρούνται τα φάρμακα με Κόστος Ημερήσιας Θεραπείας (Κ.Η.Θ.) μικρότερο από ή ίσο με 0,20 λεπτά του ευρώ».
Τι σημαίνει η εν λόγω απόφαση; Όπως εξηγεί ο ΣΦΕΕ, «η επιβολή αυτών των εκπτώσεων σημαίνει ότι μειώνεται η υπέρβαση(clawback) κατά 5% και 3% αλλά αυξάνονται οι υποχρεωτικές εκπτώσεις(rebates) με τα αντίστοιχα ποσοστά. Δηλαδή «μεταμφιέζεται» το clawback. Ο υπέρτατος στόχος είναι να μειωθεί το απόλυτο νούμερο του clawback σε σχέση με το επιπεδο του 2020, ώστε να επιτευχθεί ένας σχετικός στόχος του πλάνου ανασυγκρότησης (RRF)»
Βέβαια, η εν λόγω Υπ. Απόφαση της 1ης Νοεμβρίου κρύβει και άλλη μια «παγίδα», κατά τις εταιρείες αφήνει ανοικτή πιθανή αύξηση από το επόμενο έτος…
Σύμφωνα με την απόφαση, οι εταιρείες θα καταβάλλουν είτε 5% επιπλέον υποχρεωτικό rebate είτε 3%. Για το 2022, όμως. Aφήνει, εν ολίγοις, ανοικτό το ενδεχόμενο ακόμη και να μεταβληθεί σε 5% + 3% υποχρεωτικό rebate από την επόμενη χρονιά!
«Μια λεπτομέρεια ίσως που δυστυχώς μπορεί να αποτελεί και δήλωση προθέσεων για την αντιμετώπιση του μεγέθους της υπέρβασης (clawback) για το 2023», σημειώνει ο ΣΦΕΕ.
Καταργείται η όποια προβλεψιμότητα
«Το ερώτημα πως θα σχεδιάσει μια εταιρεία την ετήσια ή μακροχρόνια βιωσιμότητα της, τις επενδύσεις της, την πρόσληψη νέων εργαζομένων, την έρευνα και τον καινοτόμο εκσυχρονισμό της, όταν στο τέλος του έτους και με αναδρομική ισχύ επιβάλλονται αναγκαστικά εισπρακτικά μέσα ή όταν δεν υπάρχουν δικλείδες σταθεροποίησης έστω αυτής της νοσηρής κατάστασης, απάντηση δεν έχει», αναφέρει χαρακτηριστικά ο ΣΦΕΕ.
«Η αναδρομική ισχύς ξαφνικών μέτρων καταλύουν κάθε έννοια προβλεψιμότητας, τον θεμέλιο λίθο του υγιούς επιχειρείν και επιπλέον προσθέτουν πολυπλοκότητα που οδηγεί στην αδιαφάνεια» εξηγεί.
Κατά τον ΣΦΕΕ, πρόκειται για άλλη μια αύξηση στην υπερφορολόγηση των φαρμακευτικών εταιρειών, που ανέρχεται πάνω από το 70% των πωλήσεων τους, προβλέποντας πως θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις επενδύσεις και τις θέσεις εργασίας των εταιρειών ενώ θέτει σε κίνδυνο την προσβασιμότητα των ασθενών στις θεραπείες που έχουν ανάγκη, παρούσες αλλά κυριότερα μελλοντικές.
Για αυτό και καλεί την Πολιτεία να σχεδιάσει λύσεις που αντιμετωπίζουν με όρους κανονικότητας και βιωσιμότητας την ανεπαρκή χρηματοδότηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης και τον πραγματικό έλεγχο του μεγέθους και του μίγματος της ζήτησης.
Η ανακοίνωση του ΣΦΕΕ
Με αναδρομική ισχύ από την 1/1/2022, τον Μάιο φέτος έγινε εισαγωγή πρόσθετης υποχρεωτικής έκπτωσης 5% στα μοναδικά φάρμακα και προχθές, την 1η Νοεμβρίου (2 μήνες πριν την ολοκλήρωση του έτους), η Κυβέρνηση εισάγει μια ακόμη έκπτωση της τάξης του 3% με την ίδια αναδρομικότητα, στις θεραπευτικές κατηγορίες που διακινούνται κυρίως στα ιδιωτικά φαρμακεία και σημειώνουν υψηλές πωλήσεις σε ετήσια βάση. Το αξίωμα ότι εφόσον αυξάνεται η κατανάλωση σε μια θεραπευτική κατηγορία – ανεξάρτητα από το ποιοι είναι οι λόγοι που δημιουργούν αυτή την αύξηση - τότε θα τιμωρηθούν οικονομικά αυτοί που προσφέρουν την θεραπεία, ομολογούμε ότι είναι ιδιαίτερα ευρηματικό, αλλά δεν σχετίζεται με βασικές αρχές πολιτικής υγείας.
Με απλά λόγια, οι εταιρείες που έχουν για παράδειγμα φάρμακα για την υπέρταση φταίνε που είναι πολλοί αυτοί που έχουν αρτηριακή υπέρταση σύμφωνα με τις διαγνώσεις των ιατρών δημόσιων δομών, οι εταιρείες που έχουν φάρμακα για το διαβήτη φταίνε που είναι πολλοί αυτοί που έχουν σακχαρώδη διαβήτη σύμφωνα με τις διαγνώσεις των ιατρών δημόσιων δομών, οι εταιρείες που έχουν φάρμακα για την δυσλιπιδαιμία φταίνε που είναι πολλοί αυτοί που έχουν υπερλιπιδαιμία κ.ο.κ.
Επιπλέον, με ακόμα πιο απλά λόγια η επιβολή αυτών των εκπτώσεων σημαίνει ότι μειώνεται η υπέρβαση(clawback) κατά 5% και 3% αλλά αυξάνονται οι υποχρεωτικές εκπτώσεις(rebates) με τα αντίστοιχα ποσοστά. Δηλαδή «μεταμφιέζεται» το clawback. Ο υπέρτατος στόχος είναι να μειωθεί το απόλυτο νούμερο του clawback σε σχέση με το επιπεδο του 2020, ώστε να επιτευχθεί ένας σχετικός στόχος του πλάνου ανασυγκρότησης (RRF). Το πως θα γίνει και ποιον αντίκτυπο θα έχει στην βιωσιμότητα των επιχειρήσεων είναι αδιάφορο στην Πολιτεία.
Το ερώτημα πως θα σχεδιάσει μια εταιρεία την ετήσια ή μακροχρόνια βιωσιμότητα της, τις επενδύσεις της, την πρόσληψη νέων εργαζομένων, την έρευνα και τον καινοτόμο εκσυχρονισμό της, όταν στο τέλος του έτους και με αναδρομική ισχύ επιβάλλονται αναγκαστικά εισπρακτικά μέσα ή όταν δεν υπάρχουν δικλείδες σταθεροποίησης έστω αυτής της νοσηρής κατάστασης, απάντηση δεν έχει.
Και δεν έχει απάντηση, γιατί η αναδρομική ισχύς ξαφνικών μέτρων καταλύουν κάθε έννοια προβλεψιμότητας, τον θεμέλιο λίθο του υγιούς επιχειρείν και επιπλέον προσθέτουν πολυπλοκότητα που οδηγεί στην αδιαφάνεια. Ως επιστέγασμα αυτού, η τελευταία Υπουργική Απόφαση δεν ξεκαθαρίζει καν, αν για το 2023 αυτές οι πρόσθετες υποχρεωτικές εκπτώσεις θα ισχύουν και αθροιστικά ή όχι, μια λεπτομέρεια ίσως που δυστυχώς μπορεί να αποτελεί και δήλωση προθέσεων για την αντιμετώπιση του μεγέθους της υπέρβασης (clawback) για το 2023.
Στην ουσία πρόκειται για άλλη μια αύξηση στην υπερφορολόγηση των φαρμακευτικών εταιρειών, που ανέρχεται πάνω από το 70% των πωλήσεων τους, που όχι μόνο δεν έχει κανένα οικονομικό όφελος για τον ασθενή, αλλά θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις επενδύσεις και τις θέσεις εργασίας των εταιρειών ενώ θέτει σε κίνδυνο την προσβασιμότητα των ασθενών στις θεραπείες που έχουν ανάγκη, παρούσες αλλά κυριότερα μελλοντικές.
Δυστυχώς είμαστε, για μια ακόμη φορά, θεατές μέτρων που εισάγονται εκ των υστέρων για να αντιμετωπίσουν τετελεσμένα γεγονότα, ενώ μάταια ψάχνουμε να δούμε να εφαρμόζονται μέτρα που θα προλαμβάνουν γεγονότα.
Αν η Κυβέρνηση αντιλαμβάνεται το μέγεθος και τις αιτίες του προβλήματος θα πρέπει να σχεδιάσει λύσεις – εφόσον δεν είναι ικανοποιημένη από τις προτάσεις που διαχρονικά έχουμε καταθέσει - που αντιμετωπίζουν με όρους κανονικότητας και βιωσιμότητας:
Την ανεπαρκή χρηματοδότηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης.
Τον πραγματικό έλεγχο του μεγέθους και του μίγματος της ζήτησης, ώστε οι στόχοι του πλάνου ανασυγκρότησης να επιτευχθούν επί της ουσίας και όχι με λογιστικές αλχημείες όπως αυτές που έχει υιοθετήσει το υπουργείο Υγείας.
Και φυσικά να τις μοιραστεί μαζί μας προοπτικά σαν λύσεις που αφορούν στο μέλλον και όχι ως παρεμβάσεις εκ των υστέρων, οι οποιες λειτουργούν ως αντίμετρα.
Σε αυτήν την προσπάθεια ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος θα είναι αρωγός και συμπαραστάτης.