Η κολχικίνη εξετάζεται από 43 διεθνούς φήμης επιστήμονες από την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία και την Ιταλία ως το φάρμακο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει τον κορονοϊό. Ειδικότερα, ερευνάται η δυνατότητα του να προλάβει την εξέλιξη και τις επιπλοκές του Covid 19.Οι επιστήμονες εξετάζουν το ενδεχόμενο η έγκαιρη χορήγηση της να μειώνει την επιθετικότητα της πνευμονίας και άρα να μειώνει τις πιθανότητες ο ασθενής να αναπτύξει αναπνευστική ανεπάρκεια, η οποία θα χρειαστεί μηχανική υποστήριξη (διασωλήνωση). Επιπλέον, θεωρούμε ότι η κολχικίνη θα μειώσει την πιθανότητα επιπλοκών στην καρδιά όπως η μυοκαρδιακή βλάβη που παρατηρείται στην πλειοψηφία των ασθενών που οδηγούνται σε μονάδες εντατικής θεραπείας ή την πρόληψη επεισοδίων μυοκαρδίτιδας μιας επιπλοκής που παρατηρήθηκε σε ένα ποσοστό ασθενών που πέθανε.
Μάλιστα όσον αφορά τις καρδιαγγειακές παθήσεις, η ίδια ερευνητική ομάδα έχει πρωτοπορήσει σχετικά με τη χρήση αυτού του φαρμάκου (επί οξέων στεφανιαίων συνδρόμων και για πρόληψη καρδιακών αρρυθμιών) παράγοντας σημαντικές δημοσιεύσεις, γνώση η οποία έχει ενσωματωθεί σε συγγράμματα αναφοράς
Τι είναι και πότε χορηγείται;
Η κολχικίνη είναι ένα ένα αλκαλοειδές φυτό, γνωστό από την αρχαιότητα για τις θεραπευτικές χρήσεις του. Η κολχικίνη είναι ένα ένα αλκαλοειδές φυτό, γνωστό από την αρχαιότητα για τις θεραπευτικές χρήσεις του.Η κολχικίνη είναι φαινανθρενικό παράγωγο (ακετυλτριμεθυλοκολχικινικό οξύ), προερχόμενο από τα φυτά της οικογένειαςLily,Colchicum autumnaleκαιGloriosa superba. Είναι ασθενής αντιφλεγμονώδης παράγοντας, αλλά αναποτελεσματικός στη ΡΑ. Δεν έχει αναλγητικές ή αντιπυρετικές ιδιότητες και δεν επηρεάζει τον μεταβολισμό ή την αποβολή του ουρικού οξέος, αν και είναι πολύ αποτελεσματική στην ουρική αρθρίτιδα.
Η κολχικίνη έχει όψη ωχροκίτρινης άμορφης σκόνης, η οποία σκουραίνει όταν εκτεθεί στο φως. Διαλύεται στο ύδωρ, τον αιθέρα, την αλκοόλη και το χλωροφόρμιο, αλλά υδρολύεται στο λιγότερο ενεργό συστατικό κολχικείνη από διαλύματα οξέων ή αλκαλίων.
H κολχικίνη χορηγείται σε ασθενείς με καρδιακές παθήσεις και πρόκειται για ένα φάρμακο που δεν είναι ακριβό. Ασθενείς με περικαρδίτιδα, ουρική αρθρίτιδα, μεσογειακό πυρετό ή η νόσο Αδαμαντιάδη-Bechet λαμβάνουν το συγκεκριμένο φάρμακο.Κατά κύριο λόγο, όμως χρησιμοποιείται για την μείωση της επανεμφάνισης των συμπτωμάτων της περικαρδίτιδας.
Την τελευταία 10ετία, οι Δευτεραίος, Στεφανάδης και Κλήμαν (από το Yale University) χρησιμοποίησαν την κολχικίνη στην αντιμετώπιση της κολπικής μαρμαρυγής, το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και στην αντιμετώπιση της επαναστένωσης των stent, δημοσιεύοντας ερευνητικά αποτελέσματα σε επιστημονικά περιοδικά.
Πιθανές επιπλοκές
Η υποτροπή είναι η πιο συχνή επιπλοκή της περικαρδίτιδας, επηρεάζοντας μεταξύ 20 και 50 % των ασθενών. Οι υποτροπές μπορεί να είναι συχνές και μπορεί να επηρεάσουν σοβαρά την ποιότητα ζωής του αρρώστου, και να προκαλέσουν την επανεισαγωγή στο νοσοκομείο, και να αυξήσουν το κόστος διαχείρισης. Η ανεξάρτητη, COlchicine for Recurrent Pericarditis (CORP) μελέτη, εκτελέστηκε σε τέσσερα ιταλικά αστικά κέντρα, με στόχο να δοκιμαστούν αυτές οι συστάσεις, σε μια πολυκεντρική διπλή-τυφλή μελέτη.
Συνολικά, 120 ασθενείς με υποτροπιάζουσα περικαρδίτιδα τυχαιοποιήθηκαν, για να λάβουν συμβατική θεραπεία συν κολχικίνη (1 με 2 mg δύο φορές ημερησίως για 24 ώρες, και ακολούθως 0,5 -1,0 mg δύο φορές ημερησίως για έξι μήνες, n = 60) ή με τη συμβατική θεραπεία και εικονικό φάρμακο (n = 60). Τα αποτελέσματα στους 18 μήνες, έδειξαν ότι η επίπτωση της υποτροπής ήταν 24% στους ασθενείς που τυχαιοποιήθηκαν σε κολχικίνη, έναντι 55% στους ασθενείς της ομάδας του εικονικού φαρμάκου (RR 56%, p 0,001).
Επιπλέον, η επιμονή των συμπτωμάτων σε 72 ώρες, ήταν 23,3% στην ομάδα της κολχικίνης, έναντι 53,3% στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου (p = 0,001). Δεν βρέθηκε συνολικά διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων, για την ασφάλεια και για τη διακοπή του φαρμάκου. Η κολχικίνη, ως προσθήκη σε εμπειρική θεραπεία με αντιφλεγμονώδη, φαίνεται να είναι ένας φθηνός και ασφαλής τρόπος, για την επίσπευση της υποχώρησης των συμπτωμάτων. Βελτιώνει επίσης, το ποσοστό απαλλαγής από τα συμπτώματα σε μία εβδομάδα, και μειώνει περαιτέρω τις υποτροπές κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης.