Συμφωνία εξαγοράς της εταιρείας παραγωγής αντικαρκινικών φαρμάκων Seagen υπεγράφη από την Pfizer έναντι 43 δισεκατομμυρίων δολαρίων, μια κίνηση που έχει στόχο να ενισχύσει το χαρτοφυλάκιο αντικαρκινικών θεραπειών του αμερικανικού φαρμακευτικού ομίλου που προετοιμάζεται για την απότομη πτώση των πωλήσεων των φαρμάκων του κατά του κορονοϊού αλλά και για την απώλεια αποκλειστικής παραγωγής ορισμένων κορυφαίων προϊόντων του.
Σύμφωνα με το Reuters, η Pfizer θα καταβάλει 229 δολάρια ανά μετοχή σε μετρητά για τη Seagen. Πρόκειται για τίμημα κατά 30% υψηλότερο της τιμής κλεισίματος του τίτλου στη συνεδρίαση της Παρασκευής.
Η Seagen κατέχει ηγετική θέση στην ανάπτυξη ADC φαρμάκων. Με αυτήν τη συμφωνία, ο όμιλος θα έχει πρόσβαση σε τέσσερις εγκεκριμένες θεραπείες για τον καρκίνο με συνδυασμένες πωλήσεις σχεδόν δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων, το 2022.
Επίσης, σύμφωνα με το Fiercepharma, πρόκειται για τη μεγαλύτερη εξαγορά στο biopharma από τον Ιούνιο του 2019, όταν η AbbVie εξαγόρασε την Allergan για 63 δισεκατομμύρια δολάρια. Πέντε μήνες πριν από αυτό, η Bristol Myers Squibb πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη συναλλαγή στην ιστορία της βιομηχανίας με την αγορά της Celgene, ύψους 74 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η συμφωνία εντάσσεται στη στρατηγική εξαγορών που ακολουθεί το τελευταίο διάστημα η Pfizer, σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσει όσο το δυνατόν περισσότερο την αναμενόμενη μείωση των εσόδων της κατά 17 δισ. δολάρια έως το 2030, λόγω της λήξης πατεντών κορυφαίων φαρμάκων της αλλά και της μειούμενης ζήτησης των δύο θεραπειών που έχει αναπτύξει για τον κορωνοϊό.
Η μετοχή της Seagen κατέγραψε άνοδο 23% στις ηλεκτρονικές συναλλαγές πριν από το άνοιγμα της Wall Street.
Η Pfizer αναμένει να αντλήσει κεφάλαια για την εξαγορά μέσω έκδοσης ομολόγου ύψους 31 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, θα αντλήσει το ποσό που υπολείπεται από έναν συνδυασμό βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης και υφιστάμενων κεφαλαίων. Ο φαρμακευτικός κολοσσός αναμένει ότι οι πωλήσεις των φαρμάκων της Seagen θα τις αποφέρουν περισσότερα από 10 δισ. δολάρια έως το 2030.
Η συμφωνία αναμένεται να ολοκληρωθεί στα τέλη του 2023 ή στις αρχές του 2024.
Πηγή: Reuters