Η Ελλάδα δεν έχει πολύ καλές επιδόσεις στα εργαλεία που επιτυγχάνουν την αποκαλούμενη ογκολογία ακριβείας και υστερεί ιδιαίτερα σε δεδομένα διάρκειας επιβίωσης των καρκινοπαθών λόγω της έλλειψης μητρώου καρκίνου όπως επισημαίνει η Συγκριτική Έρευνα για τον Καρκίνο 2025 που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Φαρμακευτικών Βιομηχανιών και Ενώσεων (EFPIA),
Όπως επισημαίνεται από τους ερευνητές του Σουηδικού Ινστιτούτου για τα Οικονομικά της Υγείας που την πραγματοποίησαν, η μοριακή διάγνωση είναι ζωτικής σημασίας για την εφαρμογή της ογκολογίας ακριβείας, δηλαδή στην καινοτόμο προσέγγιση που προσαρμόζει την ιατρική θεραπεία στα χαρακτηριστικά κάθε ασθενούς, εστιάζοντας ιδιαίτερα σε γενετικές πληροφορίες που εξάγονται από μεγάλα δεδομένα.
Δεδομένου ότι σχεδόν οι μισές από τις εγκεκριμένες από τον ΕΜΑ ενδείξεις για τους συμπαγείς όγκους την περίοδο 2015-2020 συνδέονται με κάποιον βιοδείκτη, η διαθεσιμότητα και η υιοθέτηση των εξετάσεων βιοδεικτών είναι ζωτικής σημασίας για την πρόσβαση των ασθενών.
Αυτό αντικατοπτρίζεται επίσης στην έναρξη της πρώτης σύστασης της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας ESMO το 2020 για την πλήρη γονιδιακή ανάλυση με την τεχνική NGS σε ορισμένα κλινικά περιβάλλοντα. Οι τεχνικές, όπως η ανοσοϊστοχημεία (ειδική εξέταση που κάνουν οι παθολόγοι στον ιστό για να δουν χημικές ουσίες που ονομάζονται πρωτεΐνες μέσα στο κύτταρο.), είναι συνήθως διαθέσιμες για τους περισσότερους τύπους καρκίνου σε όλες τις χώρες, αν και η Βουλγαρία και η Ρουμανία και σε μικρότερο βαθμό επίσης η Ισπανία και η Ελλάδα έχουν κάποιους περιορισμούς. Αντίθετα, για τα μικρότερα πάνελ γονιδίων για αλληλούχηση νέας γενιάς NGS στον καρκίνο του πνεύμονα, μόνο λίγες χώρες όπως το Λουξεμβούργο, η Δανία, η Ελβετία εξασφαλίζουν συνεπή διαθεσιμότητα, ενώ η πρόσβαση είναι πολύ περιορισμένη στις περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και στη Μάλτα, λειτουργώντας ως τροχοπέδη στην ευρεία υιοθέτηση της ογκολογίας ακριβείας.
Από την οπτική της πολιτικής, ένα κεντρικό ερώτημα είναι ποιες είναι οι αιτίες αυτών των τεράστιων ανισοτήτων μεταξύ των χωρών. Η EFPIA έχει δημοσιεύσει στο παρελθόν έναν κατάλογο των βαθύτερων αιτιών . Η έναρξη της διαδικασίας τιμολόγησης και αποζημίωσης, καθώς και η ταχύτητα των εθνικών χρονοδιαγραμμάτων και η συμμόρφωση είναι μεταξύ των αιτιών. Πράγματι, οι καθυστερήσεις στην αποζημίωση είναι το άθροισμα των καθυστερημένων αιτήσεων των φαρμακευτικών εταιρειών για εμπορική κυκλοφορία σκευασμάτων και των καθυστερήσεων στην αξιολόγηση και τη λήψη αποφάσεων από τις αρμόδιες αρχές των χωρών.
Μια πρόσφατη ανάλυση του ΟΟΣΑ έδειξε ότι υπάρχει μια τάση των φαρμακευτικών εταιρειών να υποβάλλουν τις αιτήσεις νωρίτερα στις χώρες υψηλού εισοδήματος, όπου οι προσδοκίες για τις τιμές και η προθυμία/ικανότητα πληρωμής υψηλότερων τιμών είναι μεγαλύτερες .
Χώρες όπως η Αυστρία, το Βέλγιο, η Δανία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Νορβηγία τείνουν να λαμβάνουν αιτήσεις εντός ενός μηνός από την έγκριση του ΕΜΑ (ή ακόμη και πριν από την έγκριση του ΕΜΑ), ενώ ο μέσος χρόνος υποβολής αιτήσεων στην Ελλάδα όπως και στην Κύπρο και τη Λετονία ξεπερνούσε τις 500 ημέρες.
Σε ορισμένες χώρες, οι διοικητικοί κανόνες οδηγούν σε καθυστερημένες αιτήσεις, όπως για παράδειγμα εάν οι αιτήσεις μπορούν να υποβληθούν μόνο εφόσον έχει ληφθεί θετική απόφαση επιστροφής σε ορισμένο αριθμό άλλων χωρών της ΕΕ. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής καθυστέρησης φαίνεται να προέρχεται από το χρόνο που απαιτείται για την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης και λήψης αποφάσεων από τις αρμόδιες αρχές των χωρών.
Επιπλέον η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με περιορισμένη διαθεσιμότητα εξετάσεων ανοσοιστοχημείας IHC για πολλούς τύπους καρκίνους μαζί με την Ισπανία, αν και η μικρότερη σημειώνεται σε Βουλγαρία και Ρουμανία.
Παρόλο που οι βαθύτερες αιτίες των ανισοτήτων στην πρόσβαση στα φάρμακα για τον καρκίνο φαίνεται να εντοπίζονται κυρίως σε επίπεδο χώρας, σε ευρωπαϊκό επίπεδο καταβάλλονται προσπάθειες για τη γεφύρωση των χασμάτων- ιδίως όσον αφορά την αποζημίωση των νέων φαρμάκων. Μια τέτοια προσπάθεια προέρχεται από τη φαρμακευτική βιομηχανία. Το 2022, οι εταιρείες-μέλη της EFPIA ανακοίνωσαν ότι δεσμεύονται να καταθέσουν αίτηση για την τιμολόγηση και την αποζημίωση σε όλες τις χώρες της ΕΕ το αργότερο εντός δύο ετών από την έγκριση του EMA .
Μια πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ που επικεντρώθηκε στις εγκεκριμένες από τον ΕΜΑ ενδείξεις στον καρκίνο του μαστού και του πνεύμονα μεταξύ 2016 και 2023 διαπίστωσε ότι η υπόσχεση αυτή των εταιρειών μελών της EFPIA έχει ήδη εκπληρωθεί σε μεγάλο βαθμό, με τον μέσο χρόνο από την έγκριση του ΕΜΑ έως την αίτηση αποζημίωσης να υπερβαίνει το ένα έτος μόνο στην Κύπρο, την Ελλάδα και τη Λετονία (από τις 20 χώρες της ΕΕ) και να μην υπερβαίνει τα δύο έτη σε καμία χώρα .
Ωστόσο, μόνο 7 από τις 23 χώρες της ΕΕ ανέφεραν ότι έλαβαν αιτήσεις για όλες τις εξεταζόμενες ενδείξεις, ενώ η Μάλτα, η Ουγγαρία και η Κύπρος είχαν λάβει αιτήσεις για λιγότερο από το 40% των ενδείξεων. Αυτό δείχνει ότι εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό κενό στην τήρηση της δέσμευσης της EFPIA.
Μια πρόσφατη ανάλυση του ΟΟΣΑ για τα τρία μόνο αντικαρκινικά φάρμακα με βιοομοειδή που εγκρίθηκαν από τον ΕΜΑ μέχρι το 2023 έδειξε μεγάλες διαφορές στο ποσοστό αποζημίωσηςς και στο χρόνο μέχρι την αποζημιωση σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες . Ενώ όλα τα βιοομοειδή ήταν καταρχήν διαθέσιμα στην Εσθονία, μόνο ένα βιοομοειδές ήταν διαθέσιμο ανά φάρμακο στη Μάλτα (ωστόσο μετά από ανταγωνιστική διαδικασία σύναψης σύμβασης). Ο μέσος χρόνος από την έγκριση του ΕΜΑ έως την αποζημίωση κυμαινόταν από περίπου 200 ημέρες στη Γερμανία και την Ισπανία έως 700 έως 835 ημέρες στην Ελλάδα, την Ισλανδία, τη Λετονία, τη Λιθουανία και τη Σλοβενία και σχεδόν 1400 ημέρες στην Κύπρο.
Μία από τις πιο πιεστικές προκλήσεις είναι η έλλειψη δεδομένων επιβίωσης σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Αν και ο απώτερος στόχος της φροντίδας για τον καρκίνο θα μπορούσε αναμφισβήτητα να είναι η επίτευξη πενταετούς σχετικής επιβίωσης 100%, πολλές χώρες δυσκολεύονται να μετρήσουν πόσο μακριά βρίσκονται από αυτόν τον στόχο. Σε χώρες χωρίς μητρώο καρκίνου που παράγει δεδομένα επιβίωσης, όπως η Ελλάδα, οι γιατροί δεν μπορούν να ενημερώσουν τους ασθενείς για την πιθανή έκβασή τους χωρίς να ανατρέξουν σε δεδομένα από άλλες χώρες. Ακόμη και σε χώρες με δεδομένα επιβίωσης, η έγκαιρη δημοσίευσή τους δεν αποτελεί πάντα προτεραιότητα, με αποτέλεσμα την έλλειψη ενημερωμένων δεδομένων.