«Καταρχήν επιτρέψτε μου να ευχηθώ καλή επιτυχία στη νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας και καλή δύναμη στο απαιτητικό έργο που αναλαμβάνει.
Προφανώς τα σημαντικά και πιθανόν επείγοντα ζητήματα προς διευθέτηση στο υπουργείο υγείας είναι αρκετά, η δική μας θεώρηση είναι πως η πολιτική του φαρμάκου είναι σίγουρα ένα από αυτά. Βλέπουμε κατά προτεραιότητα τρεις στρατηγικές κατευθύνσεις στις οποίες αξίζει να εστιάσει την προσοχή του ο υπουργός Υγείας σχετικά με το φάρμακο :
1. Η αποδοτικότερη διάθεση των υπαρχόντων πόρων και η αναθεώρηση της δημόσιας χρηματοδότησης για το φάρμακο με βάση τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού. Σήμερα η φαρμακευτική δαπάνη που καλύπτεται από τα ασφαλιστικά ταμεία (η αποζημιούμενη δαπάνη) χρηματοδοτείται τουλάχιστον κατά το ήμισυ από τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις μέσω των υπέρογκων υποχρεωτικών επιστροφών που καταβάλλουν. Εκτιμάται ότι για το 2022 οι επιστροφές (ή αλλιώς υπερφορολόγηση) που κατέβαλαν οι φαρμακευτικές εταιρίες είναι το 47% της συνολικής δαπάνης, ενώ η Πολιτεία καλύπτει με δημόσια χρηματοδότηση μόλις το 42% αυτής, και οι ασθενείς με ποσοστό 11%. Πρακτικά οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις συνεισφέρουν περισσότερο από το ίδιο το κράτος στην δημόσια φαρμακευτική δαπάνη.
Το γεγονός αυτό είναι απόρροια, αφενός της πλημμελούς δημόσιας χρηματοδότησης η οποία έχει πάψει εδώ και χρόνια να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού, αφετέρου στην αλόγιστη διάθεση των διατιθέμενων πόρων, αφού τα μέτρα ελέγχου και συγκράτησης της ζήτησης είναι από χαλαρά έως ανύπαρκτα ενώ η πολυαναμενόμενη ψηφιοποίηση του χώρου του φαρμάκου και της συνταγογράφησης συνεχώς καθυστερεί και παραμένει ημιτελής.
Έτσι λοιπόν, ενώ η ανεργία μειώνεται, η φαρμακευτική δαπάνη για τους ανασφάλιστους συμπολίτες μας έχει υπερβεί τα € 300 εκατ. ετησίως και ταυτόχρονα ο ΙΦΕΤ αγοράζει φάρμακα από την διεθνή αγορά σε πολύ ακριβές τιμές και χρηματοδοτείται από το ίδιο κονδύλι όπως τα υπόλοιπα φάρμακα επιβαρύνοντας τη δαπάνη με € 200 εκατ. τουλάχιστον. Παράλληλα, τα μέτρα για τον έλεγχο της συνταγογράφησης, δηλαδή τα ψηφιακά εργαλεία που θα βοηθήσουν στον έλεγχο του μεγέθους και του μίγματος της ζήτησης, μέσω της ορθής εφαρμογής των θεραπευτικών πρωτοκόλλων και της ανάπτυξης φίλτρων συνταγογράφησης καθυστερούν. Το ίδιο και ο ηλεκτρονικός φάκελος ασθενούς, η διασύνδεση των εργαστηριακών εξετάσεων με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, η εισαγωγή της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης στα νοσοκομεία και η διενέργεια διαγωνισμών, όπου είναι εφικτό. Μέσω συμβουλευτικής εταιρίας έχουμε καταγράψει πρακτικές άλλων χωρών για τη συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης και ευελπιστούμε να την παρουσιάσουμε στο νέο επιτελείο του Υπουργείου Υγείας.
2. Η πρόσβαση των ασθενών στις νέες θεραπείες. Το μέλλον της φαρμακευτικής καινοτομίας φέρνει προσωποποιημένη φροντίδα και νέες θεραπείες (γονιδιακές, κυτταρικές, συνδυασμοί θεραπειών), πιο ασφαλείς και αποτελεσματικές, ενώ κάποιες από αυτές έχουν πολύ υψηλό κόστος και αποτελούν πρόκληση για όλα τα συστήματα υγείας. Η νέα διοίκηση του υπουργείου Υγείας θα πρέπει να διασφαλίσει την πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες αιχμής, εισάγοντας νέους τρόπους αξιολόγησης, χρηματοδότησης και αποζημίωσης αυτών των θεραπειών. Δεν είναι εφικτό να έχουμε στη διάθεσή μας τις μελλοντικές θεραπείες με την ίδια δημόσια χρηματοδότηση.
Ο ΣΦΕΕ έχει προτείνει τη δημιουργία ενός Ταμείου Καινοτομίας (Innovation Fund), το οποίο παράλληλα και με τη «σάρωση ορίζοντα» για την εκτίμηση των νέων θεραπειών και της καινοτομίας που φέρνουν, θα μπορεί να τις χρηματοδοτήσει.
Είναι σημαντικό να δοθεί προτεραιότητα στην καινοτομία για τους Έλληνες ασθενείς, καθώς ήδη περιμένουν 674 μέρες (έχουν επιπλέον 6 μήνες καθυστέρηση από πέρυσι) για να λάβουν ένα νέο φάρμακο, την ίδια στιγμή που οι Γερμανοί για παράδειγμα μπορούν να έχουν πρόσβαση μέσα σε 128 ημέρες. Από τις 168 θεραπείες δε που πήραν έγκριση μεταξύ 2018-2021 από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκου, μόλις οι 90 κυκλοφορούν στην Ελλάδα με τους ασθενείς να έχουν στο 58% αυτών περιορισμένη πρόσβαση και άμεση/καθολική πρόσβαση μόλις στο 42% αυτών.
3. Η προσέλκυση επενδύσεων σε Έρευνα & Ανάπτυξη και την Παραγωγή με ισορροπημένο τρόπο. Στην πρόσφατη πρόταση για την Ευρωπαϊκή Φαρμακευτική Στρατηγική που κατέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μειώνεται η προστασία δεδομένων (δηλαδή η αποκλειστικότητα της πνευματικής ιδιοκτησίας) κατά δύο χρόνια, γεγονός που συνεπάγεται τη μείωση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης έναντι των ΗΠΑ και άλλων τρίτων χωρών. Η πρόταση αυτή θα σημάνει περαιτέρω μείωση των επενδύσεων σε Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α), όπως κλινικές μελέτες. Έτσι, στην Ευρώπη, και ως εκ τούτου σε κάθε χώρα ξεχωριστά, κινδυνεύει η πρόσβαση των ασθενών σε νέες και καινοτόμες θεραπείες. Και αυτό φυσικά έχει άμεση αρνητική επίπτωση και στην Ελλάδα που είναι ένα «μικρό μέγεθος» στην Ευρώπη της έρευνας & ανάπτυξης και με αυτή την πολιτική θα γίνει ακόμα μικρότερο. Ευτυχώς η Ελληνική Κυβέρνηση έχει ήδη πάρει θέση υπέρ της διατήρησης της σημερινής προστασίας δεδομένων και ευελπιστούμε ότι η τελική μορφή της Ευρωπαϊκής Φαρμακευτικής Στρατηγικής θα στηρίξει την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης έναντι άλλων περιοχών του πλανήτη.
Η συσχέτιση της χαλαρότερης προστασίας δεδομένων με καλύτερη πρόσβαση των ασθενών στα φάρμακα, σε όλη την Ε.Ε. είναι μια λανθασμένη υπόθεση εργασίας που πιθανά θα οδηγήσει, αν εφαρμοστεί, απλά στην ανάπτυξη και διάθεση λιγότερων νέων φαρμάκων στην Ευρώπη.
Μείζον θέμα επίσης είναι να δοθούν περαιτέρω κίνητρα για προσέλκυση επενδύσεων στην παραγωγή και την Ε&Α και να απεξαρτηθεί η Ευρώπη από τρίτες χώρες (ΗΠΑ, Κίνα κ.λπ.). Η παροχή κινήτρων για παραγωγικές επενδύσεις και η ενίσχυση των ελληνικών φαρμακευτικών επιχειρήσεων είναι καθοριστικής σημασίας για την Εθνική Οικονομία και για την ενίσχυση των εξαγωγών.
Ωστόσο και η προσέλκυση περισσότερων κλινικών μελετών στη χώρα θα πρέπει να αποτελεί πρωτεύοντα στόχο και θα πρέπει να επανεξεταστεί το πλαίσιο σχετικά, καθώς ενώ πανευρωπαϊκά επενδύονται ετησίως € 39 δις η Ελλάδα απορροφά μόλις € 100 εκατ. Άλλωστε οι παραγωγικές επενδύσεις που έχουν εξαγγελθεί στη χώρα για το επόμενο διάστημα έχουν κυριολεκτικά πιάσει «ταβάνι», ενώ υπάρχει ακόμη τεράστιο περιθώριο για την μεγαλύτερη ανάπτυξη των κλινικών μελετών».