Χρήσιμο εργαλείο στην προσπάθεια σχεδιασμού της νέας Εθνικής Στρατηγικής για το Φάρμακο, που προανήγγειλε από βήματος συνεδρίου πρόσφατα ο Υπ. Υγείας, θα μπορούσε να αποτελέσει η έρευνα του ΙΟΒΕ «Η φαρμακευτική αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2022», που παρουσιάστηκε σήμερα, καθώς αποτυπώνει την κατάσταση του κλάδου, τις τάσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη, εντός του ευρύτερου πλαισίου της υγείας.
Βέβαια το στοιχείο εκείνο που φαίνεται να αποτελεί ενδεικτικό της θέσης στην οποία έχει βρεθεί η πολιτική που πλαισιώνει το φάρμακο σχετίζεται με την ανισορροπία που χαρακτηρίζει πλέον την χρηματοδότηση των φαρμάκων που διατίθενται στους πολίτες της χώρας.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία που παρουσίασε ο αναπληρωτής καθηγητής του ΕΜΠ, Επιστημονικός Σύμβουλος του ΙΟΒΕ, Άγγελος Τσακανίκας, εκτίμησε ότι η δημόσια χρηματοδότηση για το φάρμακο ανήλθε το 2021 στα 2,6 δισ. ευρώ και αναμένεται να αυξηθεί οριακά στα 2,7 δισ. το 2022.
Αντίθετα το ύψος των υποχρεωτικών επιστροφών που κλήθηκε να καταβάλει η φαρμακοβιομηχανία το 2021 ανήλθε στα 2,4 δισ. ευρώ ( από 2 δισ. το 2020).
Ωστόσο, βάσει υπολογισμών, εκτιμάται πως για το 2022 και για πρώτη φορά στα χρονικά, το σύνολο των υποχρεωτικών επιστροφών της φαρμακοβιομηαχανίας θα ξεπεράσει τη δημόσια χρηματοδότηση για το φάρμακο.
Εν τω μεταξύ, και η συμμετοχή των ασθενών στα αποζημιούμενα φάρμακα καταγράφει αύξηση, η οποία εκτιμάται ότι για το 2022 θα ανέλθει στα 689 εκατ. ευρω!
Σχολιάζοντας, ο Πρόεδρος της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας, Νίκος Δέδες υπογράμμισε πως «η υπέρμετρη συμμετοχή των ασθενών στη φαρμακευτική δαπάνη και η ανάγκη διασφάλισης της πρόσβασης στην καινοτομία καθιστούν επιτακτικό το συνολικό σχεδιασμό μιας νέας φαρμακευτικής πολιτικής για την οποία η Ένωση έχει συγκεκριμένες προτάσεις με βασική την Ανάπτυξη, τελειοποίηση και αυστηρή εφαρμογή θεραπευτικών πρωτοκόλλων».
Το ευρύτερο πλαίσιο
Όπως σημειώθηκε από τα μέλη του ΣΦΕΕ, του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας, που συνέδραμαν στην σύνταξη της έκθεσης, η έρευνα του ΙΟΒΕ δεν αμελεί να αποτυπώσει και το ευρύτερο περιβάλλον, που επηρεάζει τις πολιτικές που εφαρμόζονται.
Η έκθεση, λοιπόν, αποτυπώνει τις αβεβαιότητες που δημιουργήθηκαν στο εθνικό, αλλά και διεθνές οικονομικό περιβάλλον, τα τελευταία έτη, τόσο από την πανδημία που προκάλεσε σημαντική ύφεση της οικονομικής δραστηριότητας όσο και από την ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από την ουκρανική κρίση.
Εκτιμάται, παράλληλα, πως οι δημογραφικές εξελίξεις και σχετικές προκλήσεις που απορρέουν από αυτές επίσης θα καθορίσουν τη στρατηγική και τις πολιτικές χρηματοδότησης των δαπανών υγείας και φαρμάκου τα επόμενα χρόνια.
«Αναλυτικά, το υψηλό προσδόκιμο επιβίωσης, αν και μειωμένο κατά 1,5 χρόνο σε σχέση με το 2020 λόγω της πανδημίας (80,2 έτη στην Ελλάδα το 2021, 80,1 στην ΕΕ27), η αύξηση των θανάτων έναντι των γεννήσεων κατά 64.3 χιλιάδες άτομα (2022) -το μεγαλύτερο των τελευταίων χρόνων- και η αύξηση του γηραιότερου πληθυσμού (άνω των 65 ετών) από 22,9% του συνολικού πληθυσμού το 2022 στο 33,5% το 2060, αναμένεται να αυξήσουν τις δαπάνες υγείας και φαρμάκου», σημειώνεται.
Επιπλέον, το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω με χρόνιο πρόβλημα υγείας βαίνει αυξανόμενο από το 2018 μέχρι και το 2022, αγγίζοντας το 24,9%. Το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 ετών με πολλαπλές χρόνιες παθήσεις στην Ελλάδα είναι στο 40%, ποσοστό υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ (36%).
«Ο κλάδος μας διαχρονικά στηρίζει το Σύστημα Υγείας και του ασθενείς. Σε περιόδους δύσκολες, σταθήκαμε συνοδοιπόρος της Πολιτείας διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στα φάρμακά τους και έτσι θα συνεχίσουμε. Χρειάζεται, ωστόσο, η διαμόρφωσή μιας βιώσιμης εθνικής φαρμακευτική πολιτικής, με επίκεντρο τον ασθενή, τη Δημόσια Υγεία και την απασχόληση», επεσήμανε μεταξύ άλλων ο Πρόεδρος του ΣΦΕΕ, Ολύμπιος Παπαδημητρίου .
Το αποτύπωμα της φαρμακοβιομηχανίας
Έναν από τους δυναμικότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, με ιδιαίτερη σημασία για το σύστημα υγείας, τους ασθενείς και την ελληνική οικονομία, χαρακτήρισε ο κ. Τσακανίκας τις φαρμακευτικές εταιρείες.
Όπως σημειώθηκε, ο κλάδος δαπανά για Έρευνα και Ανάπτυξη το 8% της συνολικής σχετικής δαπάνης στην Ελλάδα (2020), ενώ την περίοδο 2002-2022 διενεργήθηκαν 3.830 κλινικές (2.250 ολοκληρωμένες) μελέτες ανεξαρτήτου φάσης ή σταδίου.
Επιπρόσθετα, για το 2022 η εγχώρια παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων σε αξία (ex-factory, η τιμή παραγωγού) ανήλθε στα 1,9 δισ. ευρώ, με προστιθέμενη αξία στα 1,5 δισ. ευρώ (6,4% μερίδιο στον κλάδο της μεταποίησης).
Οι απασχολούμενοι στον κλάδο φαρμακευτικών προϊόντων (παραγωγή και εμπορία) ήταν 28,9 χιλιάδες άτομα το 2021. Σημαντικός είναι και ο ρόλος του φαρμακευτικού κλάδου στο συνολικό εξωτερικό εμπόριο, καθώς οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων ανήλθαν το 2022 σε 2,6 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 4,7% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών όλων των αγαθών για το 2022 με κυριότερους εξαγωγικούς προορισμούς τη Γερμανία, τη Γαλλία και το Ην. Βασίλειο.
Η συνολική συνεισφορά του κλάδου σε όρους ΑΕΠ, βάσει των εκτιμήσεων του ΙΟΒΕ, ανέρχεται σε 6,2 δισ. ευρώ (3,4% του ΑΕΠ) το 2021.
«Έτσι, για κάθε €1 προστιθέμενης αξίας των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται συνολικά €2,3 στην ελληνική οικονομία. Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 108 χιλ. θέσεις εργασίας (ή 2,8% της συνολικής απασχόλησης). Δηλαδή, κάθε θέση εργασίας στον κλάδο του φαρμάκου υποστηρίζει 3,4 θέσεις πλήρους απασχόλησης συνολικά στην οικονομία. Τέλος, η επίδραση στα φορολογικά έσοδα από τη δραστηριότητα του κλάδου φαρμάκου εκτιμάται περίπου στα 1,7 δισ. ευρώ», σημειώνεται.
«Οι προοπτικές του κλάδου είναι υποσχόμενες σε ένα διεθνές περιβάλλον που αναζητά πλέον νέες παραγωγικές μονάδες στο ευρωπαϊκό έδαφος. Ο επαναπροσδιορισμός των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας είναι μια ευκαιρία για τη εγχώρια παραγωγή και επομένως η απελευθέρωση περισσότερων επενδυτικών πόρων και κεφαλαίων είναι βασική προϋπόθεση για την αξιοποίησή της», ανέφερε ο κ. Τσακανίκας.
Αξίζει να αναφέρουμε πως ειδικά η ελληνική παραγωγή φαρμάκων συνέχισε την ανοδική της πορεία, με την αξία των παραγόμενων σκευασμάτων να φθάνει στα 1,87 δισ. ευρώ το 2022, από 16,1% το 2021.