Αρχικά, ο κ. Ξανθός ξεκαθάρισε ότι η υιοθέτηση αυστηρότερων υγειονομικών πρωτοκόλλων και διαγνωστικών προϋποθέσεων για την πρόσβαση των πολιτών σε χώρους υψηλής επικινδυνότητας είναι «προφανώς θεμιτή σε περίοδο έξαρσης της πανδημίας».
Ωστόσο, εξέφρασε τις ενστάσεις του για το ζήτημα του κόστους. Ειδικότερα, ο κ. Ξανθός δεν στηρίζει την απόφαση της κυβέρνησης να επιβαρύνονται οικονομικά οι ανεμβολίαστοι για τη διεξαγωγή διαγνωστικών τεστ κορονοϊού σε ιδιωτικές δομές υγείας. Θυμίζουμε ότι οι ανεμβολίαστοι υποχρεούνται να υποβληθούν σε διαγνωστικό τεστ κάθε εβδομάδες για να έχουν πρόσβαση σε διάφορες δραστηριότητες και χώρους.
Παράλληλα, επιρρίπτει ευθύνες στην κυβέρνηση ότι με αυτόν τον τρόπο οι «επιχειρηματίες της υγείας «βγάζουν λεφτά» από εξετάσεις που σχετίζονται με τη Δημόσια Υγεία».
Γι΄αυτό προτείνει τη συνταγογράφηση των μοριακών και rapid test με κλινικά και επιδημιολογικά κριτήρια, με αποζημίωση από τον ΕΟΠΥΥ και μηδενική συμμετοχή των πολιτών ( ασφαλισμένων και ανασφάλιστων). Και παράλληλα, ενίσχυση των υπηρεσιών Υγιεινής και Ασφάλειας στην Εργασία για να έχουμε στοχευμένη πρόληψη και υψηλά υγειονομικά standards στους εργασιακούς χώρους.
«Η προστασία της Δημόσιας Υγείας είναι δημόσια υπόθεση και όχι μηχανισμός μετακύλισης βαρών στην κοινωνία. Είναι πεδίο υλοποίησης πολιτικών καθολικής κάλυψης και ισότητας και όχι δημιουργίας νέων διακρίσεων με βάση την εισοδηματική κατάσταση των ανθρώπων. Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν στηρίζει το ΕΣΥ, αλλά προωθεί την ιδιωτικοποίηση του, είτε με έμμεσο τρόπο (αυξάνοντας την ιδιωτική δαπάνη), είτε με άμεσο (μέσω των ΣΔΙΤ και της αναδιοργάνωσης του ΕΟΠΥΥ στο πρότυπο των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών)» καταλήγει.