Η έγκριση βασίστηκε στα αποτελέσματα της κλινικής μελέτης AG120-C-001 στην οποία εντάχθηκαν μόλις 18 ενήλικες ασθενείς με υποτροπιάζον/ανθεκτικό MDS. Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Δέσποινα Φωτίου και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής – Αιματολογίας – Ογκολογίας) συνοψίζουν τα αποτελέσματα και σχολιάζουν τις δυσκολίες που υπάρχουν στη θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών με MDS. Οι υπάρχουσες θεραπευτικές επιλογές είναι περιορισμένες και λιγότεροι από τους μισούς ασθενείς είναι υποψήφιοι να λάβουν εγκεκριμένες θεραπείες. Οι περισσότερες από τις εγκεκριμένες θεραπείες καθυστερούν την εξέλιξη της νόσου, προσφέρουν ανταπόκριση για κάποιο διάστημα αλλά δεν οδηγούν σε ίαση καθώς οι ασθενείς θα εμφανίσουν αντίσταση ή υποτροπή.
Οι ασθενείς με MDS κατηγοριοποιούνται με βάση το Διεθνές Προγνωστικό Σύστημα ως πολύ χαμηλού κινδύνου, χαμηλού κινδύνου, ενδιάμεσου κινδύνου, υψηλού και πολύ υψηλού κινδύνου για εξέλιξη σε οξεία μυελογενή λευχαιμία και για την εκτιμώμενη επιβίωσή τους.
Η κατηγοριοποίηση γίνεται με βάση τη γενική εξέταση αίματος, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του επιχρίσματος του μυελού των οστών και της οστεομυελικής βιοψίας και το κυτταρογενετικό/μοριακό προφίλ. Η θεραπευτική προσέγγιση εξαρτάται από την κατηγορία κινδύνου, την ηλικία, τη βαρύτητα της κυτταροπενίας και το μοριακό προφίλ της νόσου. Για τους ασθενείς χαμηλού κινδύνου με ανωμαλία χρωμοσωμάτων del (5q) έχει ένδειξη η θεραπευτική αγωγή με λεναλιδομίδη από του στόματος. Για ασθενείς χαμηλού κινδύνου με την παρουσία δακτυλιοειδών σιδηροβλαστών, οι οποίοι φέρουν συνήθως την μετάλλαξη SF3B1, ενδείκνυται θεραπευτική αγωγή με luspatercept (Rebrozyl).
Στις υπόλοιπες όμως περιπτώσεις χαμηλού κινδύνου MDS η αντιμετώπιση περιλαμβάνει υποστήριξη με αιμοποιητικούς παράγοντες όπως ερυθροποιητίνη και αυξητικό παράγοντα των λευκοκυττάρων. Προσφάτως έλαβε έγκριση από τον FDA το luspatercept και σε όλους τους ασθενείς με χαμηλού/ενδιάμεσου κινδύνου MDS οι οποίοι εξαρτώνται από μεταγγίσεις στην πρώτη γραμμή θεραπείας.
Οι ασθενείς με MDS ενδιάμεσου/υψηλού κινδύνου, οι οποίοι είναι ηλικίας κάτω των 65 ετών και δεν παρουσιάζουν συ νοσηρότητες είναι υποψήφιοι για αλλογενή μεταμόσχευση μυελού των οστών. Το μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών δεν θα πληροί τα παραπάνω κριτήρια για να υποβληθεί σε αλλογενή μεταμόσχευση και η βασική θεραπευτική επιλογή είναι η χημειοθεραπεία με υπομεθυλιωτικούς παράγοντες όπως η αζακιτιδίνη (azacytidine) ή η δεσιταβίνη (decitabine). Η αποτελεσματικότητα της αγωγής με τους παραπάνω παράγοντες είναι μέτρια.
Στις ΗΠΑ είναι διαθέσιμο και ένα σκεύασμα από του στόματος με συνδυασμό του decitabine με το cedazuridine, έναν αναστολέα της απαμινάσης της κυτιδίνης (Inqovi). Ο συνδυασμός azacytidine με τον bcl-2 αναστολέα venetoclax, που χορηγείται σε ασθενείς με οξεία μυελογενή λευχαιμία οι οποίοι δεν είναι επιλέξιμοι για εντατική χημειοθεραπεία, φαίνεται να έχει ενθαρρυντικά αποτελέσματα σε ασθενείς με MDS υψηλού κινδύνου.
Σε αυτές τις θεραπευτικές επιλογές προστίθεται τώρα το ivosidenib με βάση την πρόσφατη έγκριση από τον FDA. Πιο αναλυτικά όσον αφορά την εγκριτική μελέτη, όλοι οι ασθενείς είχαν ανιχνεύσιμη μετάλλαξη IDH1 είτε στο περιφερικό αίμα είτε στον μυελό των οστών και το ivosidenib χορηγήθηκε από το στόμα σε αρχική δόση 500 mg ημερησίως συνεχώς για κύκλους 28 ημερών μέχρι την εξέλιξη της νόσου, τη μη αποδεκτή τοξικότητα ή την αλλογενή μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων.
Η διάμεση διάρκεια της θεραπείας ήταν 9,3 μήνες και 39% των ασθενών πέτυχαν πλήρη ύφεση ενώ το 67% των ασθενών που ήταν εξαρτημένοι από μεταγγίσεις ανεξαρτητοποιήθηκαν. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν οι γαστρεντερικές διαταραχές, αρθραλγία, κόπωση, βήχας, μυαλγίες και εξάνθημα.