Η υποχρηματοδότηση της φαρμακευτικής δαπάνης και το "αγκάθι" του clawback φαίνεται να επηρεάζουν όλες τις πλευρές της φαρμακευτικής πολιτικής, η οποία έχει αρκετό δρόμο ακόμα να διανύσει έως ότου να επιτύχει την ισορροπία. Σημαντικό εργαλείο στην προσπάθεια εξορθολογισμού της φαρμακευτικής δαπάνης, η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης Τιμών Φαρμάκων έχει καταφέρει τον τελευταίο χρόνο να ανεβάσει ταχύτητες, ολοκληρώνοντας συμφωνίες. Ωστόσο, εμπόδια και κενά συνεχίζουν να δυσχεραίνουν το έργο της.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του σημείο στο οποίο βρίσκεται η λειτουργία της Επιτροπής αποτελεί η ανεκμετάλλευτη δυνατότητα που τους δόθηκε με το Ν. 4633/2019. Συγκεκριμένα, θεσμοθετήθηκε η δυνατότητα της Επιτροπής να διαπραγματεύεται "συμφωνίες με βάση το αποτέλεσμα, συμφωνίες ανά θεραπευτική ένδειξη, συμφωνίες επιμερισμού κινδύνου και συμφωνίες σε συνάρτηση με θεραπευτικά ορόσημα σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους", αλλά ελάχιστες τέτοιες συμφωνίες έχουν συναφθεί. Η επίλυση των ζητημάτων που εμποδίζουν το έργο της Επιτροπής να προχωρήσει σε τέτοιους είδους συμφωνίες θεωρείται προτεραιότητα.
Βέβαια, είναι το ποσό υπέρβασης της δαπάνης, το διαβόητο clawback, που αγγίζει και αυτή την πτυχή της φαρμακευτικής πολιτικής και αποτελεί τη "δαμόκλειο σπάθη" για το σύνολο των διαπραγματεύσεων. Η αύξηση της χρηματοδότησης θεωρείται πως μπορεί να δώσει μια ουσιαστική ανάσα στη δαπάνη, ωστόσο υπάρχουν παρεμβάσεις που μπορούν να ελαφρύνουν το βάρος. Η αρχή έγινε με την εξαίρεση του προϋπολογισμού των εμβολίων, αλλά και τον συμψηφισμό ποσών της υπέρβασης με επενδύσεις σε παραγωγικές υποδομές και έρευνα.
Επιπλέον, θα πρέπει να καλυφθεί η δαπάνη για τα φάρμακα των ανασφάλιστων πολιτών, είτε από ευρωπαϊκά κονδύλια είτε από την συνταγογράφηση φαρμάκων μόνο από δημόσιες δομές. Η εν λόγω δαπάνη υπολογίζεται στα 325 εκατ. ευρώ. Εκτιμάται πως άλλα 30 εκατ. ευρώ ετησίως μπορούν να εξοικονομηθούν από την απόσυρση της ρύθμισης εξίσωσης της λιανικής τιμής με την ασφαλιστική τιμή των γενοσήμων. Γύρω στα 100 εκατ. ευρώ μπορούν να εξοικονομηθούν από την εξυγίανση της Θετικής Λίστας, ενώ στο τραπέζι έχει πέσει και η πρόταση απόσπασης του κονδυλίου για τα φάρμακα που εισάγει το ΙΦΕΤ, ώστε να εξοικονομηθούν τα δεκάδες εκατομμύρια ευρώ που καταβάλλει ο ΕΟΠΥΥ κάθε χρόνο. Εκτιμάται ότι μόνο την περασμένη χρονιά το εν λόγω ποσό έφθασε τα 120 εκατ. ευρώ.
Πέραν όμως της βελτίωσης του γενικότερου πλαισίου της φαρμακευτικής δαπάνης, μέσω της ενίσχυσης του προϋπολογισμού και της απομείωσης του clawback, που εκτιμάται ότι θα συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης, απαραίτητη κρίνεται και η διαχείριση του μεγάλου όγκου εργασιών της.
Έτσι, στην επιτάχυνση των διαδικασιών θα μπορούσε να συμβάλλει ένα ενιαίο σχέδιο συμβολαίου, που θα έχει προεγκριθεί και από τις δύο πλευρές, ενώ όσα νέα σκευάσματα έχουν περάσει από τη Διαπραγμάτευση θα μπορούσαν να εντάσσονταν στο σύστημα αποζημίωσης με Υπουργική Απόφαση, χωρίς να απαιτείται και η έκδοση της Θετικής Λίστας, η καθυστέρηση της οποίας αποτελεί συχνό φαινόμενο. Αντίστοιχα, η Επιτροπή θα μπορούσε να διαχωρίσει τις εργασίες της ώστε παράλληλα να διαπραγματεύεται για νέα σκευάσματα και ενδείξεις και να επαναδιαπραγματεύεται κατηγορίες ή φαρμακευτικά προϊόντα.
Επιπροσθέτως, τα φαρμακευτικά προϊόντα που δεν έχουν επίπτωση στη δαπάνη θα μπορούσαν να μην παραπέμπονται στην Επιτροπή Διαπραγμάτευσης, αλλά να εισάγονται αυτόματα στη Θετική Λίστα. Βέβαια, η επάρκεια δεδομένων είναι σημαντικός παράγοντας για μια επιτυχή διαπραγμάτευση και σε αυτή την κατεύθυνση ο ΕΟΠΥΥ θα μπορούσε να συμβάλλει παρέχοντας τα στοιχεία καταναλώσεων στις φαρμακευτικές εταιρείες.
Ακόμη, στελέχη της αγοράς υπογραμμίζουν πως συνιστά αντικίνητρο για τον έλεγχο της κατανάλωσης, περιορίζοντας τις δυνατότητες της διαπραγμάτευσης και επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό, η ρύθμιση που προβλέπει μείωση της συμμετοχής στο μισό για τα προϊόντα που έχουν ολοκληρώσει τις διαδικασίες στην Επιτροπή. Όπως εξηγούν η διαφορά από τη μείωση της συμμετοχής γυρίζει στο clawback. Αντιθέτως, θα μπορούσε να δοθεί στις φαρμακευτικές εταιρείες η δυνατότητα επιπλέον εκπτώσεων προς τον τελικό αποδέκτη, τον ασθενή.