«Η πανδημία της COVID-19 έφερε στο φως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, τα κενά στα συστήματα υγείας, τα οποία οφείλονται κυρίως στην υποχρηματοδότηση και στις πολυετείς στρεβλώσεις. Ταυτόχρονα, η δημογραφική κατάσταση, όπως η γήρανση του πληθυσμού, τα χρόνια νοσήματα, όπως ο διαβήτης, η παχυσαρκία, τα καρδιαγγειακά νοσήματα αλλά και η αυξημένη συχνότητα των νεοπλασιών, συνεπάγονται την αύξηση της ζήτησης υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης και φαρμάκων, επιβαρύνοντας τα δημόσια οικονομικά» αναφέρει στη νέα της ανακοίνωση η ΣΦΕΕ.
Και συνεχίζει: «Στη χώρα μας, η Πολιτεία επενδύει για τη φαρμακευτική δαπάνη 26% λιγότερους πόρους από τις χώρες της Νότιας Ευρώπης και 47% λιγότερους από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και ως εκ τούτου η δαπάνη δεν επαρκεί να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού της χώρας. Η κατάσταση αυτή σε συνδυασμό με την έλλειψη μέτρων ελέγχου της ζήτησης δημιουργεί την υπέρβαση δαπάνης, η οποία καλύπτεται κυρίως από τις φαρμακευτικές εταιρίες, μέσω δυσθεώρητων και ανεξέλεγκτων υποχρεωτικών επιστροφών (clawback & rebates),αλλά και από τους ασθενεις.
Η ψήφιση της πρόσφατης τροπολογίας που εντάχθηκε στο νομοσχέδιο «Γιατρός για όλους» εντείνει τον προβληματισμό ολόκληρου του κλάδου μας σχετικά με την αντιμετώπιση που έχει από την κυβέρνηση, δεδομένου ότι οι ψηφισθείσες ρυθμίσεις δεν δίνουν λύση σε κανένα από τα διαχρονικά, μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε».
Στη συνέχεια αναφέρει αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους τα μέτρα αυτά δεν είναι κατάλληλα για τις φαρμακευτικές.«Υπάρχει πλήρης έλλειψη αιτιολόγησης των μέτρων που ψηφίστηκαν ενώ για άλλη μια φορά πραγματοποιείται ανακατανομή των επιστροφών από ορισμένες κατηγορίες φαρμάκων σε άλλες, και φυσικά μεταξύ εταιριών. Παράλληλα, δεν λαμβάνονται μέτρα που θα βοηθήσουν στη συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης. Το κυριότερο για άλλη μια φορά μετατρέπεται το clawback σε rebate, μια τακτική που είχε εφαρμοστεί ξανά στο παρελθόν (Αύγουστος 2017), με την εισαγωγή του «πολυωνύμου» των rebates, αλλά βέβαια δεν είχε την παραμικρή επίδραση στην συγκράτηση της δαπάνης και φυσικά των συνολικών επιστροφών των φαρμακευτικών επιχειρήσεων. Η προσπάθεια να «χρυσωθεί» το χάπι της κατάργησης του CB ανάπτυξης (80/20 σε ΕΟΠΥΥ - 90/10 στα Νοσοκομεία) αποτυγχάνει πλήρως αφού μετατρέπεται σε rebate με «επιλεκτικό» καταλογισμό, χωρίς διασφάλιση για μείωση ή έστω συγκράτηση του συνόλου των επιστροφών. Τέλος, δημιουργείται νομοθετική βάση για επιμέρους κλειστούς προϋπολογισμούς που τελικά θα οδηγήσουν και αυτοί σε απλή μεταφορά βαρών μεταξύ κατηγοριών φαρμάκων και εταιριών» τονίσει.
Η ΣΦΕΕ τονίζει τα εξής: «Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι η φαρμακευτική δαπάνη είναι στάσιμη από το 2014 και μετά -για 9 χρόνια τώρα- με εξαίρεση το κονδύλι των εμβολίων. Την ίδια στιγμή η πλήρης έλλειψη ελέγχου της ζήτησης, δημιουργεί μια ασφυκτική κατάσταση για τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις, αφού στην πράξη καθίστανται οι μόνοι εταίροι στους οποίους καταλογίζεται η υπέρβαση της δαπάνης, η οποία συνεχώς επιδεινώνεται.
Η υγειονομική κρίση που δημιούργησε η πανδημία οδήγησε όλες τις κυβερνήσεις σε αναμόρφωση των κονδυλίων τους για τη Δημόσια Υγεία. Αυτό πρέπει να γίνει και στη χώρα μας.
Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως ενδυνάμωση των συστημάτων υγείας σημαίνει, υιοθέτηση των μεταρρυθμιστικών εργαλείων που χρειαζόμαστε – όπως η ψηφιοποίηση και η καινοτομία που δημιουργεί αξία για τους ασθενείς, τα υγειονομικά συστήματα και την κοινωνία στο σύνολό της»
Και τέλος αναφέρει τα αιτήματα τα οποία διεδικεί από την Πολιτεία.
«Το μήνυμά μας προς την Πολιτεία είναι σαφές: Κατανοούμε πλήρως τη δυσχερή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα λόγω της ενεργειακής κρίσης, αλλά η κατάσταση αυτή απαιτεί αγαστή συνεργασία και όχι λήψη βιαστικών και μη αιτιολογημένων αποφάσεων που η εφαρμογή τους θα επιφέρει δυνητικά αρνητικές επιπτώσεις στους ασθενείς.
Ζητάμε:
• Την άμεση εφαρμογή μέτρων περιορισμού δαπάνης
• Την επαρκή χρηματοδότηση του προϋπολογισμού, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες των ασθενών
• Την ουσιαστική εφαρμογή των όρων του πλάνου ανασυγκρότησης για μείωση του συνόλου των επιστροφών ώστε να υπάρξει πραγματική βελτίωση της κατάστασης για τις επιχειρήσεις του κλάδου και όχι απλά «λογιστική τακτοποίηση» των αριθμών.
• Τη διασφάλιση της διαφάνειας και της προβλεψιμότητας στην επιβολή των μέτρων που θεσπίζονται».