Ο κ, Τσιόδρας ρωτήθηκε πως θα καταφέρει η Ελλάδα να επιστρέψει στην επόμενη μέρα όταν τα διαγνωστικά τεστ που διεξάγονται στην χώρα είναι πάρα πολύ λιγότερα σε σχέση με των υπόλοιπων χωρών. Ως εκ τούτου, ο Έλληνας δεν γνωρίζει αν είναι αρνητικός στο ιό ή ότι έχει αντισώματα.
Αρχικά ο καθηγητής σχολίασε την διαφορά των διαγνωστικών τεστ που πραγματοποιηθεί στη χώρα μας σε σχέση με τις υπόλοιπες ως εξής: «Κάποιες χώρες έχουν κάνει όντως παραπάνω τεστ αλλά δεν είναι πάντα με τα ίδια κριτήρια. Κάποιες χώρες, δηλαδή, έχουν κάνει μία ανισομερή κατανομή των τεστ σε ανθρώπους, οι οποίοι είναι υγιείς και δεν έχουν πολλά προβλήματα υγείας σε σχέση με άλλες χώρες που έχουν επικεντρωθεί στην κορυφή του παγόβουνου. Εμείς ήμασταν τυχεροί γιατί καταγράφαμε πολύ καλά αυτήν την κορυφή και όσο υπήρχαν προβλήματα στην επάρκεια των τεστ, εμείς σχεδιάζαμε την επόμενη μέρα που είναι η μαζική διενέργεια τεστ. Πρόκειται για 2 τεστ. Το ένα είναι το μοριακό της διάγνωσης, το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό για όσους θα έχουν συμπτώματα γιατί αυτούς που δεν έχουν συμπτώματα είναι πολύ δύσκολο να τους πιάσουμε».
Έτσι, πρόσθεσε «ότι ένα από τα ανοίγματα στον μαζικό εργαστηριακό έλεγχο, γιατί δεν μπορείς να ελέγξεις τους πάντες βέβαια, είναι να ελέγχεις αυτούς που έχουν συμπτώματα. Δεύτερον είναι να ελέγχεις ειδικές κατηγορίες πληθυσμού που είναι στην πρώτη γραμμή, όπως τα νοσοκομεία, τα δημόσια ύδατα και η ΔΕΗ. Επίσης, να ελέγξεις ανθρώπους που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, όπως οι πρόσφυγες και οι Ρομά, το οποίο κάνουμε ήδη. Συνεπώς έχουμε ανοίξει και εμείς των αριθμό των ατόμων που ελέγχουμε πάντα με γνώμονα την προστασία της Δημόσιας Υγείας. Θέλει επομένως πολύ προσοχή ο τρόπος με τον οποίο ανοίγεις τα τεστ, προστατεύοντας την υγεία του πληθυσμού και ταυτόχρονα στοχεύοντας στις ευπαθείς και ευάλωτες ομάδες. Θα γίνει αυτό και θα αφορά το μοριακό».
Το δεύτερο τεστ σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Υπουργείο Υγείας είναι «το τεστ αντισωμάτων για το οποίο υπάρχουν αρκετές αβεβαιότητες. Θέλει προσοχή, φυσικά και θα γίνεται. Αυτή τη στιγμή συνιστάται και από τον ΠΟΥ και από το Ευρωπαϊκό Κέντρο έτσι ώστε να γίνεται στα πλαίσια επιδημιολογικής έρευνας και μόνο. Όχι με στόχο τη διάγνωση, γιατί εκεί μπορεί να σου δώσει τη ψευδή ασφάλεια ότι έχεις περάσει τη νόσο και να εκτεθείς ή δεν έχεις περάσει τη νόσο και πρέπει να προφυλάσσεσαι. Όταν θα υπάρχουν αξιόπιστα τεστ αντισωμάτων-τρέχουν ήδη κάποιες σχετικές έρευνες στην Ελλάδα- τότε θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν με επιδημιολογικό στόχο και μετά με στόχο που θα μπορείς να πεις ότι σίγουρα έχω περάσει τη νόσο. Ακόμα, όμως, δεν μπορείς να το πεις με ακρίβεια».
Ο κ. Τσιόδρας έκανε λόγο και για τρίτη κατηγορία σύμφωνα με την οποία «χρησιμοποιείς τον μοριακό έλεγχο για επιδημιολογικό σκοπό. Είναι το περίφημο σύστημα Centinel για το οποίο σας έχω μιλήσει. Έτσι, καταγράφεις ανθρώπους με συμπτώματα, ένα τυχαίο ποσοστό, στην πρωτοβάθμια υπηρεσία, στα κέντρα υγείας, στους γιατρούς του δικτύου, οι οποίοι συμμετέχουν για να έχεις μία εικόνα της πορείας του στη χώρα σου. Ο συνδυασμός των τριών θα είναι ο μαζικός εργαστηριακός έλεγχος της επόμενης μέρας. Δεν είναι εύκολο αλλά πρέπει να γίνει. Το πλάνο υπάρχει γι αυτές τις επεκτάσεις του τεστ και θα προχωρήσουμε έτσι».