Σε επιστολή της προς τον κ. Μητσοτάκη η ΟΕΝΓΕ τονίζει ότι μπορεί προς το παρόν να απέδωσαν τα μέτρα για την αντιμετώπιση του κορονοϊού ωστόσο «δεν μπορούμε να κρυβόμαστε για πάντα από τον ιό». Ζητάει επιπλέον μέτρα ενόψει ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας και υπογραμμίζει ότι εκτός από τις ελλείψεις του ΕΣΥ υπολειτουργούν οι υπηρεσίες για άλλες ασθένειες εκτός του κορονοϊού.
Αναλυτικά η επιστολή:
Κύριε Πρωθυπουργέ,
Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης της επιδημίας οι γιατροί του δημόσιου συστήματος υγείας μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους υγειονομικούς βρεθήκαμε στην πρώτη γραμμή της μάχης για την υπεράσπιση της υγείας και της ζωής του λαού μας.
Η εκδήλωση της πανδημίας βρήκε το δημόσιο σύστημα υγείας ανοχύρωτο, με τραγικές ελλείψεις σε έμψυχο δυναμικό και υλικοτεχνική υποδομή, συνέπεια της κρατικής υποχρηματοδότησης, της διαχρονικής πολιτικής της εμπορευματοποίησης και της ιδιωτικοποίησης της υγείας.
Η Ο.Ε.Ν.Γ.Ε από την πρώτη στιγμή το είχε επισημάνει. Είχε ζητήσει να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα για την πραγματική θωράκιση του δημόσιου συστήματος υγείας ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις αυξημένες ανάγκες λόγω της πανδημίας, χωρίς αυτό να αποβεί σε βάρος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ασθενών με παθήσεις που δεν σχετίζονται με τον κορονοϊό.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, αυτή τη στιγμή καταγράφεται σταδιακή μείωση των κρουσμάτων που νοσηλεύονται, και των σοβαρών κρουσμάτων που καταγράφονται. Τα μέτρα περιορισμού της διασποράς της νόσου που έχουν ληφθεί για τη διαχείριση του προβλήματος, υπολογίζοντας τις «αντοχές» του συστήματος υγείας, μπορεί να απέδωσαν προς το παρόν. Όμως δεν μπορούμε να «κρυβόμαστε» για πάντα από τον ιό.
Η νόσος φαίνεται να φθίνει χάρη στην υπευθυνότητα που έδειξε ο λαός μας στην τήρηση των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν. Χάρη στους γιατρούς, τους νοσηλευτές και τους υπόλοιπους εργαζόμενους στα τμήματα πρώτης γραμμής των νοσοκομείων, τους παθολόγους, τους πνευμονολόγους, τους γιατρούς των επειγόντων περιστατικών, των ΜΕΘ.
Μπορεί να κερδήθηκε χρόνος, αλλά δεν έχετε αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες και τα μέσα για να αντιμετωπιστεί η πανδημία και οι επιπτώσεις της.
Το ενδεχόμενο ενός δεύτερου κύματος το ερχόμενο Φθινόπωρο ή και νωρίτερα είναι πιθανό, και δεν έχουν ληφθεί όλα τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση του. Το παράδειγμα του αριθμού των κλινών ΜΕΘ είναι ενδεικτικό αν και δεν είναι το μοναδικό. Η επιβεβλημένη αύξηση της διαθεσιμότητας των κλινών ΜΕΘ του δημόσιου συστήματος υγείας δεν έχει συνοδευτεί από την πρόσληψη του αναγκαίου μόνιμου ιατρονοσηλευτικού προσωπικού. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνετε, οι κλίνες ΜΕΘ έχουν αυξηθεί από 557 πριν την επιδημία σε 775. Δεδομένου ότι η αναλογία ιατρονοσηλευτικού προσωπικού ανά κλίνη ΜΕΘ είναι 4:1, για τη λειτουργία των 220 επιπλέον κρεβατιών χρειάζονται 880 μόνιμοι γιατροί και νοσηλευτές. Κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει.
Τα νέα κρεβάτια ΜΕΘ στελεχώνονται με προσλήψεις επικουρικού προσωπικού με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και με μετακινήσεις γιατρών και νοσηλευτών από άλλα τμήματα ακόμα και από τμήματα επειγόντων περιστατικών. Σωστά δίνεται προτεραιότητα στην ανάπτυξη κλινών ΜΕΘ. Από την πρώτη στιγμή είχαμε θέσει επιτακτικά το ζήτημα και ήταν στην προμετωπίδα των αιτημάτων της ΟΕΝΓΕ. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνεται αποδυναμώνοντας τη λειτουργία άλλων τμημάτων και κλινικών και μάλιστα ζωτικής σημασίας.
Με αφορμή την επιδημία έρχεται στην επιφάνεια, το αδιέξοδο της κάλυψης των κενών με συμβασιούχους αντί για μόνιμο προσωπικό. Η στελέχωση των ΜΕΘ απαιτεί προσωπικό υψηλής ειδίκευσης και αυξημένης εμπειρίας, η οποία μέχρις ότου αποκτηθεί, η επιδημία θα έχει περάσει. Για αυτό τα κενά του δημόσιου συστήματος υγείας δεν μπορούν να καλύπτονται με προσλήψεις συμβασιούχων οι οποίοι απολύονται μετά από ένα χρονικό διάστημα. Στερείται έτσι το δημόσιο σύστημα υγείας, έμπειρο, πολύτιμο επιστημονικό δυναμικό.
Κύριε Πρωθυπουργέ,
Μας φαίνεται αδιανόητο τον 21ο αιώνα, με το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης της επιστήμης, το δημόσιο σύστημα υγείας να μη μπορεί να συνδυάσει τον έλεγχο και τη νοσηλεία των ασθενών από τον κορονοϊό με την περίθαλψη ασθενών με άλλες παθήσεις. Εκτός των ΤΕΠ, των ΜΕΘ και των κλινικών που νοσηλεύουν ασθενείς με COVID-19, τμήματα που δεν σχετίζονται με την επιδημία υπολειτουργούν. Μια σειρά από άλλες ειδικότητες πρακτικά είναι παροπλισμένες. Προγραμματισμένα χειρουργεία αναβλήθηκαν. Μπήκε φρένο στη διάγνωση, παρακολούθηση και θεραπεία ασθενών με άλλα νοσήματα. Χαρακτηριστικά, τα ραντεβού για ακτινοθεραπεία ογκολογικών ασθενών έχουν μειωθεί κατά 1/3 και η αναμονή έχει αυξηθεί τουλάχιστον κατά 4 μήνες.
Είναι γνωστό ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας στην υγεία δεν αφορούν μόνο τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα λόγω COVID-19. Είναι ορατός ο κίνδυνος της αυξημένης νοσηρότητας και θνησιμότητας λόγω υποθεραπείας των άλλων παθήσεων.
Είναι άμεση ανάγκη να ανοίξουν σχεδιασμένα τμήματα, κλινικές, εργαστήρια και χειρουργεία των οποίων η λειτουργία έχει ανασταλεί, ξεκινώντας από τα νοσοκομεία και τα Κ.Υ που δεν είναι κέντρα αναφοράς για COVID-19. Προϋπόθεση για να λειτουργήσουν με ασφάλεια είναι να επιστρέψει όλο το προσωπικό που έχει μετακινηθεί και να προσληφθεί όλο το αναγκαίο μόνιμο προσωπικό για τη λειτουργία των νοσοκομείων και των Κ.Υ.
Κρίσιμο ζήτημα για την επαναλειτουργία με ασφάλεια των κλινικών είναι η διενέργεια test σε όλους τους ασθενείς ανεξάρτητα από την αιτία εισαγωγής τους στο νοσοκομείο, καθώς και σε όλο το υγειονομικό προσωπικό προκειμένου να αποφευχθεί η ενδονοσοκομειακή διασπορά.
Εξίσου σοβαρό είναι το ζήτημα της εκτεταμένης ανίχνευσης, ιχνηλάτησης και απομόνωσης των κρουσμάτων μέσω της διενέργειας μαζικών test, όπως άλλωστε συστήνει ο ΠΟΥ, κάτι για το οποίο επιμένουμε από την πρώτη στιγμή. Ιεραρχούμε το προσωπικό όλων ανεξαιρέτως των μονάδων υγείας και πρόνοιας, των φιλοξενούμενων σε δομές (προνοιακές, γηροκομεία κ.λ.π.), σε εργασιακούς χώρους όπου υπάρχει συνωστισμός, στις ευπαθείς ομάδες.
Κύριε Πρωθυπουργέ,
Αυτά είναι μόνο ορισμένα από τα κρίσιμα ζητήματα που θα θέλαμε να σας θέσουμε. Για αυτό σας ζητάμε να ορίσετε τηλεδιάσκεψη με την ΟΕΝΓΕ.
Από την πρώτη στιγμή είχαμε εστιάσει στην αναγκαιότητα να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα και πρέπει να μας ακούσετε. Να ακούσετε αυτούς που γνωρίζουν τα προβλήματα γιατί τα ζουν καθημερινά. Αυτούς που κάνουν με τα λιγοστά και ανεπαρκή μέσα που έχουν στη διάθεση τους, ότι περνάει από το χέρι τους για την προστασία του πιο πολύτιμου αγαθού. Της υγείας και της ζωής του ανθρώπου.