Την ανάγκη για έρευνα στον τομέα των φαρμάκων και των διαγνωστικών εργαλείων που αφορούν τις διεισδυτικές μυκητιασικές ασθένειες υπογραμμίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), οι οποίες γίνονται όλο και πιο απειλητικές για τη δημόσια υγεία, καθώς είναι όλο και πιο ανθεκτικές στα υπάρχοντα φάρμακα.
Αυτές οι λοιμώξεις επηρεάζουν δυσανάλογα τους βαριά πάσχοντες ασθενείς και τα άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία για καρκίνο, που ζουν με HIV και που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση οργάνων.
Severe fungal infections are becoming resistant to older drugs, making them harder to treat.
— WHO/Europe (@WHO_Europe) April 5, 2025
Innovative antifungal drugs are essential to saving lives.
WHO’s new report highlights the need for medicines that work in new and better ways. https://t.co/DVYHqUNCK3 pic.twitter.com/m7xGa3iRGr
«Οι διεισδυτικές μυκητιασικές λοιμώξεις απειλούν τις ζωές των πιο ευάλωτων ατόμων, αλλά οι χώρες δεν διαθέτουν τις απαραίτητες θεραπείες για να σώσουν ζωές», δήλωσε η Δρ Yukiko Nakatani, Βοηθός Γενική Διευθύντρια του ΠΟΥ για την Αντιμικροβιακή Αντίσταση. «Δεν είναι μόνο ανεπαρκής η παραγωγή νέων αντιμυκητιασικών φαρμάκων και διαγνωστικών, αλλά υπάρχει κενό στις εξετάσεις για μύκητες στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, ακόμη και στα περιφερειακά νοσοκομεία. Αυτό το διαγνωστικό κενό σημαίνει ότι η αιτία του πόνου των ανθρώπων παραμένει άγνωστη, γεγονός που καθιστά δύσκολο να τους χορηγηθούν οι σωστές θεραπείες».
Οι μύκητες στην κορυφαία κατηγορία «κρίσιμης προτεραιότητας» του καταλόγου παθογόνων μυκήτων προτεραιότητας (FPPL) του ΠΟΥ είναι θανατηφόροι, με ποσοστά θνησιμότητας που φτάνουν το 88%.
Δεδομένου ότι όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού βρίσκεται σε ανοσοκαταστολή λόγω θεραπειών, αυξάνονται οι πιθανότητες για διεισδυτικές μυκητιασικές ασθένειες.
Λίγα νέα θεραπευτικά εργαλεία
Η έκθεση του ΠΟΥ για τα αντιμυκητιασικά φάρμακα υπογραμμίζει ότι, κατά την τελευταία δεκαετία, μόνο τέσσερα νέα τέτοια σκευάσματα έχουν εγκριθεί από τις ρυθμιστικές αρχές στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, την Ευρωπαϊκή Ένωση ή την Κίνα. Επί του παρόντος, εννέα αντιμυκητιασικά φάρμακα βρίσκονται σε κλινική ανάπτυξη για χρήση κατά των πιο απειλητικών για την υγεία μυκήτων, όπως αναφέρεται λεπτομερώς στην FPPL.
Ωστόσο, μόνο τρεις υποψήφιοι βρίσκονται στη φάση 3, το τελικό στάδιο της κλινικής ανάπτυξης, πράγμα που σημαίνει ότι αναμένονται λίγες εγκρίσεις μέσα στην επόμενη δεκαετία. Είκοσι δύο φάρμακα βρίσκονται σε προκλινική ανάπτυξη, αριθμός ανεπαρκής για να τροφοδοτήσει την περίθαλψη λαμβάνοντας υπόψη τα ποσοστά εγκατάλειψης, τους κινδύνους και τις προκλήσεις που συνδέονται με τα προηγούμενα στάδια ανάπτυξης.
Τα προβλήματα με τις τρέχουσες αντιμυκητιασικές θεραπείες περιλαμβάνουν σοβαρές παρενέργειες, συχνές αλληλεπιδράσεις μεταξύ φαρμάκων, περιορισμένες δοσολογικές μορφές και την ανάγκη για παρατεταμένη παραμονή στο νοσοκομείο. Η έκθεση υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για ασφαλέστερα αντιμυκητιασικά φάρμακα, ενδεχομένως μειώνοντας τις απαιτήσεις για συνεχή φαρμακευτική παρακολούθηση.
Χρειάζονται επίσης αντιμυκητιασικά φάρμακα που δρουν κατά ενός ευρέος φάσματος σοβαρών λοιμώξεων που προκαλούνται από παθογόνα μυκητιακής προτεραιότητας.
Επισημαίνεται δε ότι τα παιδιά είναι ιδιαίτερα παραμελημένα σε επίπεδο φαρμακευτικής κάλυψης.
Κενά και στα διαγνωστικά εργαλεία
Η νέα έκθεση για τα διαγνωστικά μέσα δείχνει ότι, ενώ υπάρχουν διαθέσιμες εξετάσεις για τα μυκητιασικά παθογόνα , αυτά δεν είναι εύκολα προσπελάσιμα σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος (LMIC) .
Επιπλέον, τα διαγνωστικά μέσα είναι αποτελεσματικά μόνο για ένα περιορισμένο φάσμα μυκήτων, δεν είναι επαρκώς ακριβή και χρειάζονται πολύ χρόνο για να προκύψουν αποτελέσματα.
Τέλος, οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας έχουν συχνά ανεπαρκείς γνώσεις σχετικά με τις μυκητιασικές λοιμώξεις καθώς και τον αντίκτυπο των ανθεκτικών στις θεραπείες μυκήτων, με αποτέλεσμα περιορισμένη ικανότητα εκτέλεσης των δοκιμών που απαιτούνται για τον προσδιορισμό της κατάλληλης θεραπείας.
Η έκθεση του ΠΟΥ συνιστά την επένδυση στην παγκόσμια επιτήρηση και την επέκταση των οικονομικών κινήτρων για την ανακάλυψη και ανάπτυξη φαρμάκων καιπροτρέπει για ασφαλέστερες θεραπείες και βελτιωμένα διαγνωστικά τεστ, ειδικά σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, για την αντιμετώπιση αυτής της αυξανόμενης ανησυχίας.