Έως και 13 εκατομμύρια παιδιά υπολογίζεται ότι έχουν γεννηθεί τα τελευταία 40 χρόνια παγκοσμίως χάρη στην εξωσωματική γονιμοποίηση, αριθμός που δηλώνει με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι πρόκειται για κυρίαρχη ιατρική πράξη σε ό,τι αφορά τον οικογενειακό προγραμματισμό σε μια εποχή που η γονιμότητα πλήττεται από τον τρόπο ζωής. Η εξωσωματική έχει αναδείξει κοινωνικές ανισότητες, καθώς το κόστος της είναι απαγορευτικό για μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού αλλά εγείρει και σοβαρά θέματα για την υγεία της μητέρας και του βρέφους, η οποία αποτελεί και το κυρίαρχο θέμα της φετινής Παγκόσμιας Ημέρας Υγείας.
Η αλόγιστη χρήση των τεχνικών Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής ενέχει κινδύνους που σχετίζονται με αύξηση μητρικών και περιγεννητικών επιπλοκών. Ειδικά στη χώρα μας, η οποία παρουσιάζει σχεδόν διπλάσιο ποσοστό γεννήσεων με τη βοήθεια της Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής συγκριτικά με άλλες ανεπτυγμένες χώρες, το θέμα είναι φλέγον.
Ακριβώς επειδή αυτή η μορφή αναπαραγωγής είναι τόσο κυρίαρχη η έρευνα εστιάζει συστηματικά πια στην ασφάλεια αλλά και την αποτελεσματικότητά της και τα συμπεράσματα που προκύπτουν αποτελούν πια χρήσιμα εργαλεία τόσο για τους γιατρούς και τα συστήματα υγείας για την χάραξη της πολιτικής, όσο και για όσους επιθυμούν να γίνουν γονείς με αυτόν τον τρόπο.
Η πολλά υποσχόμενη Τεχνητή Νοημοσύνη
Η εξωσωματική γονιμοποίηση έχει εξελιχθεί σημαντικά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, ενσωματώνοντας διάφορες τεχνολογικές εξελίξεις για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς της. Ωστόσο, παρά τις καινοτομίες αυτές, τα ποσοστά επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης παραμένουν μη ικανοποιητικά, καθώς μόνο το ένα τρίτο περίπου των κύκλων οδηγεί σε εγκυμοσύνη και ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό οδηγεί στη γέννηση ενός υγιούς μωρού. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ενώ η τεχνητή νοημοσύνη (AI) προσφέρει τη δυνατότητα βελτιστοποίησης ορισμένων πτυχών της εξωσωματικής γονιμοποίησης, η κλινική συνεισφορά της στη βελτίωση των ποσοστών γεννήσεων ζώντων παιδιών παραμένει περιορισμένη.
Παρ’ όλα αυτά ο τομέας εμφανίζει κινητικότητα. Πρόσφατη έρευνα του Imperial College του Λονδίνου έδειξε ότι η τεχνητή νοημοσύνη (AI) θα μπορούσε να βοηθήσει τους γιατρούς να εντοπίσουν τα ωοθυλάκια που είναι πιο πιθανό να οδηγήσουν στη γέννηση ενός μωρού κατά τη διάρκεια της θεραπείας εξωσωματικής γονιμοποίησης, βελτιώνοντας έτσι τα ποσοστά επιτυχίας της διαδικασίας.
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τεχνικές «εξηγήσιμης τεχνητής νοημοσύνης» - ένα είδος τεχνητής νοημοσύνης που επιτρέπει στον άνθρωπο να κατανοήσει πώς λειτουργεί - για να αναλύσουν αναδρομικά δεδομένα για περισσότερες από 19.000 ασθενείς που είχαν ολοκληρώσει θεραπεία εξωσωματικής γονιμοποίησης. Διερεύνησαν ποια μεγέθη ωοθυλακίων συσχετίστηκαν με βελτιωμένα ποσοστά ανάκτησης ώριμων ωαρίων που είχαν ως αποτέλεσμα τη γέννηση μωρών. Διαπίστωσαν λοιπόν ότι η χορήγηση της ένεσης ορμόνης όταν ένα μεγαλύτερο ποσοστό των ωοθυλακίων είχε μέγεθος μεταξύ 13-18 χιλιοστών συνδεόταν με υψηλότερα ποσοστά ανάκτησης ώριμων ωαρίων και βελτιωμένα ποσοστά γέννησης μωρών.
Την ίδια ώρα, ένα άλλο σύστημα ΑΙ υπόσχεται καλύτερη παρακολούθηση της ανάπτυξης των εμβρύων κατά την εξωσωματικά. Πιο συγκεκριμένα, ένα νέο σύστημα ανάλυσης εικόνων που λαμβάνονται με την πάροδο του χρόνου, το οποίο χαρακτηρίζεται πολύ ευαισθητο και ευέλικτο, μπορεί να ανιχνεύσει με ακρίβεια τις αλλαγές και να προβλέψει τα αποτελέσματα, σύμφωνα με μια μελέτη με επικεφαλής ερευνητές του Weill Cornell Medicine.
Επίσης, ερευνητές από το ίδιο πανεπιστήμιο έφτιαξαν ένα άλλο σύστημα ΑΙ που μπορεί να εκτιμήσει με ακρίβεια τη χρωμοσωμική κατάσταση των εμβρύων που έχουν προκύψει από εξωσωματική γονιμοποίηση χρησιμοποιώντας μόνο εικόνες time-lapse βίντεο των εμβρύων και την ηλικία της μητέρας.
Το νέο σύστημα, που ονομάζεται «BELA» και περιγράφεται σε μια εργασία που δημοσιεύθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου στο Nature Communications, είναι η πιο πρόσφατη πλατφόρμα της ομάδας που βασίζεται σε τεχνητή νοημοσύνη για την αξιολόγηση του κατά πόσον ένα έμβρυο έχει φυσιολογικό ή μη φυσιολογικό αριθμό χρωμοσωμάτων -- ένας βασικός παράγοντας που καθορίζει την επιτυχία της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Ευρύτερη καταγραφή των κινδύνων
Η αύξηση των στοιχείων που συγκεντρώνονται παγκοσμίως και το μεγαλύτερο βάθος χρόνου κατά το οποίο εφαρμόζεται η εξωσωματική γονιμοποίηση επιτρέπουν τον εντοπισμό μελανών στοιχείων για την υγεία μητέρας αλλά και μωρού.
Σύμφωνα με πρόσφατη αυστραλιανή έρευνα, οι εγκυμοσύνες με εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) και ενδοκυτταροπλασματική έγχυση σπέρματος (ICSI) είχαν την υψηλότερη έκθεση σε φάρμακα που δυνητικά μπορούν να βλάψουν το έμβρυο κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, αυξάνοντας τον κίνδυνο τερατογένεσης. Όπως επισημάνθηκε ο κίνδυνος αυτός μπορεί να αντισταθμίζεται από το κλινικό όφελος σε μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως η διαχείριση διαταραχών ψυχικής υγείας ή επιληψίας.
Επίσης μεγάλη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Γκέτερμποργκ στη Σουηδία δημοσιεύτηκε στο European Heart Journal έδειξε ότι ο κίνδυνος γέννησης με μείζον καρδιακό ελάττωμα είναι 36% υψηλότερος στα μωρά που συνελήφθησαν μετά από τεχνολογία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση ( IVF ). Οι ερευνητές λένε ότι το εύρημα είναι σημαντικό, δεδομένου ότι οι συγγενείς καρδιακές ανωμαλίες είναι η πιο κοινή μορφή γενετικών ανωμαλιών και ορισμένες από αυτές συνδέονται με επιπλοκές που απειλούν τη ζωή.
Σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού, πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Rutgers έδειξε ότι είναι διπλάσιος στις περιπτώσεις γυναικών που έχουν υποβληθεί σε εξωσωματική και εκδηλώνουν αποκόλληση πλακούντα. Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open , ανέλυσε σχεδόν 79 εκατομμύρια νοσοκομειακούς τοκετούς στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια δύο δεκαετιών. Είναι η πρώτη που εξετάζει τις συνδυασμένες επιδράσεις της τεχνολογίας υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση, και της αποκόλλησης του πλακούντα στα ποσοστά πρόωρων τοκετών.
Επίσης, αναδεικνύεται και ο επιβαρυντικός ρόλος που παίζει το προβληματικό σπέρμα στην έκβαση της εξωσωματικής αλλά και την υγεία του μωρού.
Έρευνα του Πανεπιστημίου Lund έδειξε ότι το υψηλό ποσοστό των σπερματοζωαρίων του πατέρα με κατακερματισμό του DNA σχετίζεται με διπλάσιο κίνδυνο προεκλαμψίας σε γυναίκες που έμειναν έγκυες με εξωσωματική γονιμοποίηση. Αυξάνει επίσης τον κίνδυνο το μωρό να γεννηθεί πρόωρα.
Μία ασθένεια που εµφανίζεται µόνο στην κύηση και µπορεί να προσβάλει τη µητέρα και το έµβρυο. Τις περισσότερες φορές είναι ήπιας µορφής, αλλά υπάρχει µία σοβαρή µορφή, η οποία µπορεί να είναι επικίνδυνη. Από τις πιο σοβαρές επιπλοκές που ενδέχεται να παρουσιαστούν είναι σπασµοί, γνωστοί ως «εκλαµψία» - από όπου προέκυψε και ο όρος προεκλαµψία.
Και κάποια καλά νέα
Μια πρόσφατη μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόις Urbana-Champaign τεκμηριώνει έναν νέο τρόπο επιλογής βιώσιμων σπερματοζωαρίων και παράτασης της βιωσιμότητάς τους στο εργαστήριο, μέσω της προσομοίωσης του περιβάλλοντος της σάλπιγγας.
Επίσης, ερευνητές του Karolinska Institutet στη Σουηδία χαρτογράφησαν πώς μικρά μόρια RNA, όπως τα πρόσφατα βραβευμένα με Νόμπελ microRNAs, ελέγχουν την ανάπτυξη των κυττάρων στο ανθρώπινο έμβρυο κατά τις πρώτες ημέρες μετά τη γονιμοποίηση. Τα ευρήματα, που δημοσιεύονται στο Nature Communications, μπορεί τελικά να συμβάλουν στη βελτίωση της εξωσωματικής, διευκολύνοντας τη διαδικασία της επιλογής των κατάλληλων εμβρύων.