«Το τσιγάρο βλάπτει». Οι σοβαρές επιπτώσεις του καπνίσματος έχουν αποδειχθεί, πέραν κάθε αμφιβολίας, δεκαετίες τώρα. Εξ ου και οι κοπιώδεις προσπάθειες να απαλλαχθούν οι κοινωνίες από το τσιγάρο. Παρά τη βεβαιότητα των σοβαρών επιπτώσεων, όμως, η αποτελεσματικότητα των στρατηγικών φαίνεται να φθάνει σε ένα όριο.
Όπως διαπίστωσε και ο Karl Erik Lund, αντιπρόεδρος της SCOHRE και Senior Researcher στο Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας στη Νορβηγία, στον έλεγχο της χρήσης καπνού ακολουθείται η ίδια «συνταγή» εδώ και δεκαετίες.
Αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο, υψηλότερη φορολογία, η ανάδειξη της μη κανονικότητας του καπνίσματος, η ενίσχυση των εκστρατειών ενημέρωσης, που στοχεύουν στην ενημέρωση γύρω από τις επιπτώσεις κλπ. «Ωστόσο, τα αποτελέσματα από αυτή την εντατικοποίηση είναι οριακά», σημείωσε ο κ. Lund.
Μεταξύ των «αγκαθιών» που ανέδειξε, στην ομιλία του με θέμα «Είναι οι ευρωπαϊκές πολιτικές ευθυγραμμισμένες με τον στόχο για μια Ευρώπη χωρίς τσιγάρο;», είναι η αδυναμία αυτών των στρατηγικών να συνυπολογίσουν τους διαφορετικούς τύπους καπνιστών και την αλλαγή του προφίλ τους με τα χρόνια. «Οι καπνιστές έχουν αλλάξει και εμφανίζουν πλέον άλλα χαρακτηριστικά από αυτά στα οποία στοχεύαμε με τα παραδοσιακά εργαλεία πριν από μερικές δεκαετίες, ενώ οι στρατηγικές μας παρέμειναν αμετάβλητες», σημείωσε.
Ωστόσο, δύο είναι τα σημεία που εστίασε ο αντιπρόεδρος της SCOHRE, ως σημαντικά εμπόδια στην προσπάθεια περιορισμού του καπνίσματος. Από τη μια είναι ο σχεδιασμός στρατηγικών με πυρήνα τη μείωση της βλάβης από το τσιγάρο. Από την άλλη είναι οι παγίδες που κρύβει η «διχοτόμηση» που παρατηρείται πλέον μεταξύ των πολέμιων του τσιγάρου.
Η μείωση της βλάβης είναι η προσέγγιση που θα μπορέσει να δώσει απαντήσεις. Στην περίπτωση του καπνίσματος μπορεί να οδηγήσει στην αξιοποίηση εναλλακτικών λύσεων έναντι του τσιγάρου. Σε συνδυασμό με τη ρύθμιση των προϊόντων κατ’ αναλογία με τον κίνδυνο (στην περίπτωση της φορολόγησης), η στοχευμένη ενημέρωση για τη διαφορά κινδύνου μεταξύ των καπνικών προϊόντων και η παροχή συμβουλών προς τους καπνιστές να μεταβούν σε εναλλακτικά προϊόντα.
Για τον κ. Lund, η πρόσβαση σε περισσότερα εναλλακτικά προϊόντα χαμηλού κινδύνου θα καταστήσει τα τσιγάρα να παρωχημένα.
Ωστόσο, δεν υπάρχει σύμπνοια στην προσέγγιση που θα πρέπει να ακολουθηθεί, δημιουργώντας περαιτέρω εμπόδια στην προσπάθεια.
Τα δύο «στρατόπεδα» στην Ευρώπη είναι οι υπέρμαχοι των καθαρών λύσεων και οι ρεαλιστές. Οι «υπέρμαχοι των καθαρών λύσεων», πιστεύουν ότι στόχος μας θα πρέπει να είναι μια κοινωνία χωρίς νικοτίνη, ότι ο εθισμός στη νικοτίνη δεν είναι αποδεκτός και, επομένως, ο τελικός στόχος της πολιτικής μας θα πρέπει να είναι μια κοινωνία χωρίς νικοτίνη, και ότι δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε τη βιομηχανία της νικοτίνης.
Οι «ρεαλιστές», οι οποίοι πιστεύουν ότι κύριος στόχος μας θα πρέπει να είναι η μείωση των νοσημάτων που σχετίζονται με το κάπνισμα, ότι η ψυχαγωγική χρήση της νικοτίνης θα υπάρχει πάντα και ότι είναι αποδεκτή εάν ο κίνδυνος για την υγεία είναι χαμηλός. Κατά τη γνώμη τους, υπάρχει τεράστια διαφορά κινδύνου μεταξύ των διαφόρων προϊόντων, ενώ επίσης τα νέα προϊόντα θα μπορούσαν να επικρατήσουν έναντι των τσιγάρων και να τα εκτοπίσουν από την αγορά.
Αυτή η διχογνωμία φαίνεται να καθυστερεί την υιοθέτηση λύσεων, που θα φέρουν αποτελέσματα, καταλήγοντας πως η μείωση της βλάβης από το κάπνισμα θα πρέπει να είναι μια συμπληρωματική στρατηγική για τη μείωση της επιδημίας του καπνίσματος.
Ζαούτης: Η μείωση του κινδύνου περιλαμβάνεται στις περισσότερες πολιτικές δημόσιας υγείας
«Η πανδημία της Covid-19 ανέδειξε τη σημασία να φθάσουμε σε ένα κόσμο χωρίς τσιγάρο, δεδομένου ότι οι χρονίως πάσχοντες επιβαρύνθηκαν περισσότερο, καταγράφοντας υψηλότερα ποσοστά θνητότητας, με το τσιγάρο να συνιστά βασικό παράγοντα πρόκλησης και επιδείνωσης χρόνιων νοσημάτων», τόνισε ο Θεοκλής Ζαούτης, Πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ).
Ο κ. Ζαούτης υπογράμμισε τον ρόλο των οργανισμών δημόσιας υγείας και εξέτασε το δίλημμα μεταξύ «υπέρμαχων των καθαρών λύσεων» και «ρεαλιστών» αναφορικά με τις πολιτικές μείωσης του καπνίσματος.
Όπως τόνισε ο κ. Ζαούτης, άλλωστε, «οι πολιτικές δημόσιας υγείας έχουν να κάνουν με τη μείωση του κινδύνου». Όπως εξήγησε, η μείωση του κινδύνου περιλαμβάνεται στις περισσότερες πολιτικές δημόσιας υγείας και αναφέρθηκε στο παράδειγμα των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων (STD), όπου η αποχή δεν αποτελεί επιλογή. Εν αντιθέσει προωθούνται μέθοδοι μείωσης του κινδύνου, όπως η χρήση προφυλακτικού.
Βέβαια, σημείωσε ότι, «οι πολιτικές μείωσης του κινδύνου πάντοτε συναντούν αντίσταση», όπως σε γνωστές περιπτώσεις προσπαθειών μείωσης του αλατιού και της ζάχαρης, που δέχθηκαν έντονη κριτική.
Εστίασε επίσης στην ανάγκη παρακολούθησης της επιδημιολογίας του καπνίσματος συμβατικών τσιγάρων και της χρήσης εναλλακτικών προϊόντων, καθώς με αυτόν τον τρόπο, θα ληφθούν αξιόπιστα δεδομένα για την ανάπτυξη αποτελεσματικών εκστρατειών ενημέρωσης.
Δ. Καϊτελίδου: Για έναν κόσμο χωρίς τσιγάρο πρέπει να παρακολουθούμε τη συνήθεια του καπνίσματος
Τα τρέχοντα δεδομένα για το κάπνισμα παγκοσμίως, στην ΕΕ και στη χώρα μας περιέγραψε η Δάφνη Καϊτελίδου, καθηγήτρια στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας και πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (ΟΔΙΠΥ).
Σχολίασε, παράλληλα, ότι το κάπνισμα σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους απ’ ό,τι η ελονοσία και η φυματίωση. Παρόλο που οι αριθμοί των καπνιστών έχουν μειωθεί μετά την εφαρμογή διαφόρων πολιτικών, ο επιπολασμός του καπνίσματος παραμένει υψηλός στις χώρες της ΕΕ και στην Ελλάδα ειδικότερα.
Η κα Καϊτελίδου παρουσίασε και τα αποτελέσματα μιας μη δημοσιευμένης έρευνας, με την ονομασία PaRIS (Patient-Reported Indicator Survey). Πρόκειται για μια διεθνή έρευνα σε άτομα που ζουν με χρόνιες παθήσεις και στην οποία συμμετείχε η Ελλάδα.
Το κάπνισμα περιλαμβανόταν ως δείκτης και οι ασθενείς ανέφεραν την εμπειρία τους και τις εκβάσεις υγείας.
«Σήμερα που παράγεται μια πληθώρα δεδομένων, η Ελλάδα αντιμετωπίζει δύο σημαντικές προκλήσεις», τόνισε η κ. Καϊτελίδου, «το γεγονός ότι δεν γίνεται συστηματική συλλογή δεδομένων, ούτε και κοινή χρήση των δεδομένων με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, ενώ τα δεδομένα δεν ενσωματώνονται στην καθημερινή κλινική πρακτική».
Υποστήριξε ότι τα προγράμματα προαγωγής της υγείας θα πρέπει να ευαισθητοποιούν και να ενημερώνουν και ότι θα πρέπει να περιλαμβάνουν συμβουλευτική για τη διακοπή του καπνίσματος με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, καθώς και εξατομικευμένα προγράμματα για ευάλωτες ομάδες.
«Για να επιτύχουμε έναν κόσμο χωρίς τσιγάρο θα πρέπει να παρακολουθούμε τη συνήθεια του καπνίσματος, έτσι ώστε να σχεδιάσουμε βασισμένες σε στοιχεία πολιτικές ελέγχου του καπνού και να αναπτύξουμε διατομεακές συνεργασίες μεταξύ κυβερνητικών, εθνικών και διεθνών φορέων για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις».
Α. Fal: «Μικρότερη βλάβη, μικρότερος φόρος»,
«Πώς μπορούν τα φορολογικά εργαλεία να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της εξάπλωσης του καπνίσματος ώστε να οδηγηθούμε προς έναν κόσμο χωρίς τσιγάρο;» ήταν ο τίτλος της ομιλίας του Καθηγητή Andrzej Fal, Προέδρου της Πολωνικής Εταιρείας Δημόσιας Υγείας, επικεφαλής του Τμήματος Αλλεργιολογίας, Νοσημάτων του Πνεύμονα και Παθολογίας και διευθυντή του Ινστιτούτου Ιατρικής Επιστήμης της Πολωνίας.
«Στόχος μας θα πρέπει να είναι να σταματήσουν οι άνθρωποι να αγοράζουν τσιγάρα ή, αν έχουμε δύο προϊόντα διαφορετικού κινδύνου, να καταστήσουμε περισσότερο διαθέσιμο το προϊόν με τον μικρότερο κίνδυνο», ανέφερε μεταξύ άλλων.
«Μικρότερη βλάβη, μικρότερος φόρος», όπως έχει αναφέρει και στο παρελθόν.
Κατά τον κ. Fal, «θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα φορολογικά εργαλεία, γιατί η πρόληψη μέσω της φορολογίας έχει αποδειχθεί ότι έχει καλή σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Σουηδία και στις ΗΠΑ. Οι υπουργοί οικονομικών που φοβούνται μήπως χάσουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης όταν εξετάζουν τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, απλά παραβλέπουν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στον προϋπολογισμό για την υγεία. Ο χαμένος ειδικός φόρος κατανάλωσης στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους είναι ψίχουλα…».
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Πολωνικής Εταιρείας Δημόσιας Υγείας, το κάπνισμα τσιγάρου είναι ένας καλά τεκμηριωμένος παράγοντας κινδύνου για αρκετές σοβαρές παθήσεις, όπως καρκίνο, καρδιαγγειακή νόσο και χρόνιες νόσους του αναπνευστικού. Η διακοπή του τσιγάρου είναι ο καλύτερος τρόπος για να περιοριστούν οι βλάβες στην υγεία. Ωστόσο, μόνο 30-40% των καπνιστών κόβουν με επιτυχία το κάπνισμα (συμπεριλαμβανομένων αυτών που λαμβάνουν ψυχολογική και φαρμακολογική υποστήριξη). Η μείωση της βλάβης είναι ένα σημαντικό εργαλείο για αυτούς που δεν καταφέρνουν να διακόψουν το κάπνισμα.
«Η φορολόγηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα δημοσιονομικό εργαλείο στην πολιτική υγείας», σημείωσε.
Τη συζήτηση συντόνισε, ο Ιωάννης Φαρόπουλος, διευθύνων σύμβουλος του Κέντρου Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων (CLEO), ο οποίος έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην αλλαγή της νομοθεσίας σχετικά με τα εναλλακτικά προϊόντα καπνού στην Ελλάδα.