Η καλή διαχείριση της πανδημίας του COVID-19 και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χώρας μας φαίνεται πως συνέβαλαν στη συγκράτηση των αντοχών, των πόρων και κατ’ επέκταση των δαπανών στο σύστημα υγείας.
Όπως ανέφερε στο πλαίσιο της δεύτερης ψηφιακής συζήτησης που διοργάνωσε το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο ο Κώστας Αθανασάκης, Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας, ευτυχώς το Σύστημα Υγείας δεν έφθασε στο όριο του.
«Το Σύστημα Υγείας στον COVID άντεξε, μάλλον λόγω της καλής διαχείρισης αλλά και των ιδιοτήτων της χώρας», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως το σύστημα «δεν πήγε στο maximum capacity. Στους τομείς που μας ενδιαφέρουν περισσότερο, όπως οι ΜΕΘ, έφθασε περίπου στο 90% των δυνατοτήτων του».
Δεν επιβαρύνθηκε, λοιπόν, υπέρμετρα στο πεδίο των δαπανών. «Υπολογίζουμε ότι για κάθε 1000 επιβεβαιωμένα κρούσματα που βλέπει το Σύστημα Υγείας, 20% θα νοσηλευτούν, 5% στις ΜΕΘ. Για αυτούς τους 1000 ασθενείς η δαπάνη είναι περί τα 3,5 εκατ. ευρώ, ποσό που δεν θεωρείται δυσβάστακτο», τόνισε ο κ. Αθανασάκης.
Πρόσθεσε, δε, πως όσο το σύστημα μαθαίνει να διαχειρίζεται τους ασθενείς καλύτερα, τόσο χαμηλώνει το κόστος. «Αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να επαναπαυθούμε. Αντιθέτως, το Σύστημα Υγείας χρειάζεται επενδύσεις, έμψυχες και σε σταθερά μέσα παραγωγής», έσπευσε να διευκρινίσει.
Μάλιστα, όπως ανέφερε, οι επενδύσεις στην υγεία είναι από τις κυκλικές πολιτικές οικονομικά. «Παράγουν πολύ πιο γρήγορα πολλαπλασιαστές και μπορούν να αναστρέψουν και την ύφεση αυτή», υπογράμμισε.
Όπως είχε εξηγήσει τον Απρίλιο, ο Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας, Ιωάννης Κυριόπουλος, το συνολικό ιατρικό κόστος της πανδημίας σχετίζεται με το συνολικό αριθμό των κρουσμάτων. Συνεπώς, αφού η χώρα κατάφερε να συγκρατήσει τον αριθμό των κρουσμάτων, το άμεσο οικονομικό κόστος της πανδημίας θα είναι χαμηλότερο, σε σύγκριση με τις χώρες που δεν κατάφεραν να ελέγξουν επαρκώς τη διασπορά του κορονοϊού.