«Η μελέτη αυτή χρησιμοποίησε αντικειμενικό τρόπο μέτρησης της οσφρητικής δυσλειτουργίας με ειδικα τεστ και ανίχνευσε διαταραχές όσφρησης σε 64% των ασθενών. οι κορονοϊοί γενικότερα προσβάλλουν το οσφρητικό επιθήλιο λόγω της αυξημένης έκφρασης που παρουσιάζει στον υποδοχέα 2 του μετατρεπτικού συνενζύμου της αγγειοτενσίνης» ανέφερε ο κ. Τσιόδρας.
Πρόσθεσε ότι «Για την εκπόνηση της μελέτης, πραγματοποιήθηκε ποσοτικοποιημένος έλεγχος οσφρητικής λειτουργίας σε 22 ασθενείς με επιβεβαιωμένη νόσο COVID-19, μέσω του πιστοποιημένου και σταθμισμένου τεστ Q-SIT. Επιπλέον, οι ασθενείς συμπλήρωσαν ειδικά ερωτηματολόγια με σκοπό την διαπίστωση προϋπάρχουσας οσφρητικής δυσλειτουργίας πριν την εκδήλωση της νόσου COVID-19 ή άλλων διαταραχών (όπως ρινική συμφόρηση) που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την απόδοσή τους στον αντικειμενικό έλεγχο της οσφρητικής λειτουργίας. Τέλος, ο πληθυσμός συγκρίθηκε με υγιή πληθυσμό αναφοράς, σταθμισμένο ως προς την ηλικία και το φύλο, ο οποίος είχε ελεγχθεί προ της πανδημίας».
«Έπειτα από στατιστική ανάλυση των δεδομένων, οι ερευνητές συμπέραναν ότι οι ασθενείς με COVID-19 είχαν χαμηλότερη διάμεση τιμή (2, ενδοτεταρτημοριακό εύρος 1-2) του Q-SIT σκορ σε σχέση με τους μάρτυρες (διάμεση τιμή 3, ενδοτεταρτημοριακό εύρος 2-3). Το εύρημα αυτό υποδεικνύει οσφρητική διαταραχή (ανοσμία ή υποσμία) σε ασθενείς με νόσο COVID-19 σε σχέση με τον υγιή πληθυσμό. Επίσης, η διαπίστωση φυσιολογικής οσφρητικής λειτουργίας ήταν λιγότερο συχνή στους νοσηλευόμενους με COVID-19 (23%) σε σχέση με τους μάρτυρες (64%). Μάλιστα, αυτό το αποτέλεσμα ήταν ανεξάρτητο από την τυχόν συνύπαρξη ρινικής συμφόρησης στους ασθενείς.
Η μελέτη αυτή, σύμφωνα με τους καθηγητές, επιβεβαιώνει με αντικειμενικό τρόπο την αναφερόμενη στην πρόσφατη βιβλιογραφία συχνή εκδήλωση οσφρητικών διαταραχών σε ασθενείς με επιβεβαιωμένη νόσο COVID-19 και υπερτονίζει τη σημασία της ποσοτικής διάγνωσης αντίστοιχων συμπτωμάτων (ανοσμία, υποσμίας ή υπογευσίας) στους εν λόγω ασθενείς» κατέληξε ο καθηγητής.