Ειδικότερα, μίλησε για τις 2 μεγάλες κατηγορίες εργαστηριακών δοκιμασιών-τεστ που δειξάγονται σχετικά με το COVID-19.
Σύμφωνα με τον κ. Χατζηγεωργίου «αφορά τις μοριακές εξετάσεις ανίχνευσης του ίδιου του ιού που πραγματοποιείται είτε για να γίνει διάγνωση της νόσου σε κάποιον ασθενή που παρουσιάζει ύποπτα συμπτώματα είτε σε ασυμπτωματικά άτομα για το λόγο της έγκαιρης διάγνωσης ώστε να προστατευτεί ένας κλειστός ή ευάλωτος πληθυσμός (π.χ. νοσοκομεία, γηροκομεία) είτε στα πλαίσια ιχνηλάτησης. Η εξέταση αυτή είναι απόλυτα αξιόπιστη και ταυτόχρονα ακίνδυνη και ανώδυνη και πραγματοποιείται με τη λήψη δείγματος από το ρινοφάρυγγα με τη χρήση ειδικής μπατονέτας».
Η δεύτερη κατηγορία πρόσθεσε ότι «αφορά τις εξετάσεις αντισωμάτων και γίνεται με λήψη αίματος είτε από το δάχτυλο είτε από τη φλέβα με σύριγγα. Αυτή η δεύτερη κατηγορία εξετάσεων απαιτεί ακόμα έλεγχο της αξιοπιστίας της, επειδή αν και κυκλοφορούν πολλά τέτοια τεστ στο εμπόριο, δεν έχουν αποδείξει ακόμα την ακρίβεια, τη συνέπεια και την επαναληψιμότητα των αποελεσμάτων. Επομένως, δε μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διάγνωση σε συγκεκριμένους ασθενείς αλλά μόνο στα πλαίσια επιδημιολογικής μελέτης σε έναν πληθυσμό».
«Τέτοιες μελέτες έχουν αρχίσει να πραγματοποιούνται στην Ελλάδα και αυτές έχουν σκοπό να δείξουν πόση ανοσία υπάρχει στο πληθυσμό μίας περιοχής, σε έναν κλειστό πληθυσμό ή στη χώρα ολόκληρη, καθώς επίσης και πότε χρονικά εμφανίζεται η ανοσία και πόσο διαρκεί» κατέληξε ο Υποπτέραρχος.