Προηγηθείσα έρευνα είχε ήδη δείξει ότι όσοι έχουν διαγνωσθεί με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (IBD) -συμπεριλαμβανομένης της ελκώδους κολίτιδας και της νόσου του Crohn- διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του παχέος εντέρου σε σύγκριση με τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Εκτιμάται από τους ειδικούς ότι η χρόνια φλεγμονή που σχετίζεται με τα Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Νοσήματα του Εντέρου, ευνοεί την ανάπτυξη δυσπλαστικών κυττάρων και μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη προ-καρκινικών πολυπόδων στην εντερική οδό.
Μέχρι στιγμής το βασικό διαγνωστικό εργαλείο για πρόληψη του καρκίνου του εντέρου σε ασθενείς τέτοιας κατηγορίας, ήταν η διενέργεια κολονοσκόπησης συνήθως κάθε ένα ή τρία χρόνια, αναλόγως την περίπτωση. Ακόμα και τότε όμως ο εντοπισμός προ-καρκινικών κυττάρων όταν αυτά βρίσκονται σε πρώιμη φάση, είναι προβληματικός σύμφωνα με τους γιατρούς.
Το νέο τεστ το οποίο ανέπτυξαν επιστήμονες από το βρετανικό Ινστιτούτο Έρευνας για τον Καρκίνο φαίνεται να περιορίζει αυτό το διαγνωστικό κενό αφού σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας τους όπως δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο περιοδικό Gut, μπορεί να προβλέψει τον κίνδυνο καρκίνου του εντέρου σε άτομα με Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Νοσήματα του Εντέρου (ΙΦΝΕ) με ακρίβεια μεγαλύτερη από 90%.
Γιατί έχει σημασία η εκτίμηση του κινδύνου
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της μελέτης Trevor Graham, PhD, Καθηγητή Γενετικής και διευθυντή στο The Institute of Cancer Research στο Λονδίνο , αν και τα άτομα με ΙΦΝΕ διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του εντέρου, δεν υπάρχει εντελώς αξιόπιστος τρόπος αυτό να προβλεφθεί.
«Για άτομα που πιστεύεται ότι διατρέχουν άμεσο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο, η μόνη αποτελεσματική θεραπεία είναι η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση μέρους ή του συνόλου του παχέος εντέρου», εξηγεί ο Δρ.Graham και συμπληρώνει πως «αυτή η επέμβαση μπορεί να είναι σωτήρια. Αλλά επειδή δεν μπορούμε, επί του παρόντος, να είμαστε σίγουροι αν κάποιος την χρειάζεται πραγματικά, ασθενείς μπορεί να υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση που δεν είναι απαραίτητη με συνέπειες που αλλάζουν τη ζωή τους».
Όπως προσθέτει, την ίδια στιγμή επηρεάζονται και ασθενείς για τους οποίους η εκτίμηση κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου είναι χαμηλή και δεν χειρουργούνται. «Αυτοί οι άνθρωποι συνεχίζουν να έχουν άγχος λόγω της αβεβαιότητας στην εκτίμηση του κινδύνου», επισημαίνει.
Πώς συνδέονται ο αυξημένος κίνδυνος καρκίνου και αλλαγές στο DNA
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα με φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου σε δείγματα ιστών των οποίων εντοπίστηκαν προ-καρκινικά κύτταρα με ανωμαλίες στον αριθμό αντιγράφων του DNA, διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του εντέρου.
Με βάση αυτό το εύρημα, οι επιστήμονες δημιούργησαν έναν αλγόριθμο για τον υπολογισμό του μελλοντικού κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου χρησιμοποιώντας το ακριβές μοτίβο του αλλαγμένου DNA στα προ-καρκινικά κύτταρα.
«Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα άτομα με ΙΦΝΕ κάνουν τακτικές κολονοσκοπήσεις προς διερεύνηση πρώιμων ενδείξεων καρκίνου», τονίζει ο Δρ.Graham και προσθέτει πως «εάν κάτι ασυνήθιστο εντοπιστεί, διενεργείται βιοψία – με συλλογή ενός μικρού δείγματος ιστού».
«Το τεστ που αναπτύξαμε είναι γενετικής φύσεως και πραγματοποιείται κατά την διάρκεια της βιοψίας. Συγκρίνοντας τις γενετικές ενδείξεις ανθρώπων που ανέπτυξαν καρκίνο σε σχέση με όσους δεν παρουσίασαν, δημιουργήσαμε ένα τεστ πρόβλεψης του κινδύνου βάση των γενετικών ενδείξεων που προκύπτουν κατά την βιοψία του», εξηγεί ο επικεφαλής της μελέτης.
Το υψηλό ποσοστό επιτυχίας του τεστ
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, ο Δρ. Graham και η ομάδα του διαπίστωσαν ότι αυτός ο νέος τρόπος διαγνωστικού ελέγχου τους επέτρεπε να προβλέψουν με ακρίβεια μεγαλύτερη του 90% ποιοι από τους συμμετέχοντες στη μελέτη οι οποίοι είχαν ήδη αναπτύξει προ-καρκινικά κύτταρα, θα ανέπτυσσαν τελικά και καρκίνο του παχέος εντέρου μέσα στην επόμενη πενταετία.
«Τα άτομα με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο αλλά οι περισσότεροι από αυτούς τους ασθενείς δεν θα αναπτύξουν καρκίνο του εντέρου. Το νέο τεστ προβλέπει ποιος πραγματικά κινδυνεύει, έτσι ώστε όλοι οι ασθενείς να αντιμετωπίζονται ατομικά με τον καλύτερο τρόπο. Τα επόμενα βήματά μας είναι να πραγματοποιήσουμε κλινικές δοκιμές για να αποδείξουμε ότι οι προβλέψεις μας ισχύουν σε πραγματικές συνθήκες. Τότε ελπίζουμε να είμαστε σε θέση να προσφέρουμε το τεστ στο Εθνικό Σύστημα Υγείας τα επόμενα χρόνια» τονίζει ο Δρ. Graham.
«Αυτό θα επιτρέψει την επιλογή της καταλληλότερης θεραπευτικής προσέγγισης, προσθέτει, καθώς όσοι ασθενείς διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο, μπορούν να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση ώστε οι πιθανότητες να απομακρυνθούν. Για εκείνους όμως που ο κίνδυνος είναι χαμηλός, το χειρουργείο μπορεί να αποφευχθεί ως περιττό», καταλήγει ο ίδιος.
Ένα λιγότερο επεμβατικό προγνωστικό τεστ
«Ένα τεστ που έχει ακρίβεια πρόβλεψης καρκίνου 90% ως προς τους ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, κάνει τη δική μου δουλειά πολύ πιο εύκολη όσον αφορά σε μια στοχευμένη θεραπεία όπου οι ασθενείς δεν θα χρειάζεται να υποβάλλονται σε επεμβατικές διαδικασίες τόσο συχνά όσο τώρα» σχολιάζει ο Rudolph Bedford, MD, γαστρεντερολόγος στο Providence Saint John's Health Center στη Σάντα Μόνικα.
Και ο Δρ. Nilesh Vora, MD, αιματολόγος-ογκολόγος και ιατρικός Διευθυντής του Memorial Care Todd Cancer Institute θεωρεί ότι η μελέτη ανοίγει ένα νέο δρόμο για ακριβέστερη πρόβλεψη του ποιος ασθενής ενδεχομένως διατρέχει υψηλότερο κίνδυνο για καρκίνο του παχέος εντέρου.
«Νομίζω ότι το επόμενο βήμα είναι να δούμε αν αυτό το τεστ μπορεί να εγκριθεί από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ ως εργαλείο πρόβλεψης για ασθενείς με υψηλότερο κίνδυνο. Νομίζω ότι είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει στο ποιος ασθενής με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου χρειάζεται κολονοσκόπηση κάθε χρόνο και ποιος κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια» υποστηρίζει.
Πηγές: gut.bmj.com, medicalnewstoday.com