Ο κ. Γεώργιος Γκόγκος στην ανοιχτή επιστολή του επισημαίνει τις ελλείψεις σε εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό και κάνει λόγο για «διεκπεραιώσεις» στη φροντίδα ψυχικά νοσούντων ασθενών που φτάνουν στο νοσοκομείο
Ολόκληρη η επιστολή του κ. Γκόγκου έχει ως εξής:
«Η ιδιαιτερότητα του ψυχικά ασθενούς προϋποθέτει, και απαιτεί, μια σειρά από προαπαιτούμενα, ώστε να εξασφαλισθεί η αξιοπιστία της εκτίμησης της παρούσας κατάστασης, του ιστορικού και ο σχεδιασμός της θεραπευτικής αντιμετώπισης. Η προσωπική σχέση και φροντίδα, μοναδική από όλες τις ειδικότητες της ιατρικής, συνεπάγεται να του παρασχεθεί επαρκής χώρος και χρόνος ώστε να εκφραστεί, να ακουστεί και να κατανοηθεί. Και προφανώς, απαιτεί και έναν θεραπευτή ο οποίος να μη βρίσκεται σε συνεχές καθεστώς πίεσης χρόνου και απειράριθμων άλλων, και πολλές φορές αλλότριων, υποχρεώσεων και εκκρεμοτήτων.
Το γεγονός ότι στην ψυχιατρική κλινική του Γ. Ν. Κοζάνης (η οποία αποτελεί τη μοναδική σχετική δομή στη Δυτ. Μακεδονία) υπηρετούν μόνο 2 (δύο) ειδικοί ψυχίατροι και 1 (μία) ειδικευόμενη ψυχιατρικής δεν συνάδει με τις προαναφερθείσες υποχρεώσεις. Πέραν του βεβαρημένου προγράμματος εφημεριών (η περάτωση του οποίου προβλέπει χορήγηση χρόνου ανάπαυσης - “ρεπό”, κάτι που σπάνια αξιοποιείται λόγω της έλλειψης προσωπικού), και της νοσηλείας των εσωτερικών ασθενών (πολλές των οποίων έχουν τον επείγοντα και αναγκαστικό χαρακτήρα λόγω εισαγγελικής παραγγελίας), οι ιατροί οφείλουν να ανταποκρίνονται σε αιτήματα δεκάδων πολιτών στα εξωτερικά ιατρεία, να επιβλέπουν τους φιλοξενούμενους του ξενώνα “Νεφέλη”, να διενεργούν πραγματογνωμοσύνες, να συνδράμουν τα άλλα τμήματα του Νοσοκομείου κ.α. Σημειώνεται ότι πολλά από αυτά έχουν τον χαρακτήρα επείγοντος που σημαίνει τη διακοπή μιας προηγούμενης εργασίας που ήταν σε εξέλιξη.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, οι ιατρικές υπηρεσίες που παρέχονται τείνουν να επικεντρώνονται σε ποσοτικές απαιτήσεις – ουσιαστικά “διεκπεραιώσεις” - και όχι σε ποιοτικά δεδομένα (“στάνταρντς”), δηλαδή στο να εξυπηρετούνται το δυνατόν περισσότεροι σε βάρος μιας προσωπικής και, το δυνατόν, πλήρους αντιμετώπισης κάθε ξεχωριστής περίπτωσης, να κυριαρχεί το απρόσωπο και να αγνοείται το προσωπικό. Πρόκειται για την αέναη επανάληψη του γνωστού “ευημερούν οι αριθμοί...”.
Προφανέστατα, η πολυδιάσπαση των καθηκόντων, και πολλές φορές ο “διακτινισμός” των ιατρών, η έλλειψη χρόνου και η σχετική κόπωση, δεν επιτρέπει να παρέχονται οι υπηρεσίες που θα έπρεπαν στους νοσηλευόμενους ασθενείς. Αυτές οι υπηρεσίες δεν προϋποθέτουν μόνον την ατομική βούληση του κάθε μεμονωμένου συναδέλφου αλλά και τις τακτικές συναντήσεις του προσωπικού ώστε να διασφαλίζεται η πλήρης ενημέρωση και ανταλλαγή απόψεων, τη συμμετοχή τους σε σεμινάρια ή συνέδρια ώστε να εμπλουτίζονται οι γνώσεις τους, και την επαρκή εκπαίδευση των ειδικευομένων, οι οποίοι καταλήγουν περισσότερο “χειρώνακτες αχθοφόροι” παρά εκπαιδευόμενοι ιατροί. Είναι σαφές ότι, στις παρούσες συνθήκες, οι ιδεώδεις συνθήκες εργασίας και επιστημονικής εξέλιξης των ιατρών αποτελούν “πολυτέλεια”. Το ζήτημα είναι, αν δεν δρομολογηθούν οι κατάλληλες κινήσεις από τους αρμόδιους, ότι “πολυτέλεια” θα θεωρούνται πλέον και τα πιο στοιχειώδη και αυτονόητα, τα μίνιμουμ προαπαιτούμενα που αφορούν τη νοσηλεία των ασθενών».