Ξημερώματα της 13ης Μαρτίου του 1964 στη συνοικία Κουίνς της Νέας Υόρκης, η 28χρονη Κίτι Τζενοβέζε επέστρεφε στο σπίτι από την δουλειά της. Λίγα μέτρα πριν φτάσει στην πόρτα της ένας άντρας τής επιτίθεται με μαχαίρι. Η νεαρή Κίτι φωνάζει για βοήθεια ενώ δέχεται τις πρώτες μαχαιριές. Φώτα ανάβουν, παράθυρα ανοίγουν, οι γείτονες βγαίνουν στα μπαλκόνια. Κάποιοι του φωνάζουν να την αφήσει. Αλλά κανείς δεν κατεβαίνει να βοηθήσει. 38 άνθρωποι γίνονται παθητικοί θεατές μιας δολοφονίας που συμβαίνει ακριβώς μπροστά στα μάτια τους.
Τις επόμενες ημέρες, κατά την διάρκεια των καταθέσεων στην Αστυνομία κάθε ένας από τους μάρτυρες θα ψελλίσει σχεδόν την ίδια δικαιολογία: «νόμιζα ότι κάποιος άλλος θα βοηθήσει».
The «bystander effect» ή το φαινόμενο του παρατηρητή. Αυτός είναι ο επίσημος ιατρικός όρος βάση του οποίου όσο περισσότεροι είναι οι μάρτυρες μιας βίαιης πράξης τόσο λιγότεροι είναι αυτοί που θα σπεύσουν να βοηθήσουν το θύμα.
Η οδυνηρή υπενθύμιση του συνδρόμου μετράει μόλις λίγες ώρες στην Ελλάδα... από την στιγμή που ο 36χρονος Αντώνης δολοφονούνταν στο λιμάνι του Πειραιά, μπροστά στα μάτια δεκάδων ανθρώπων που έμειναν θεατές του περιστατικού... το σώμα του δίπλα στην προβλήτα, κι όμως ούτε ένα σωσίβιο δεν έπεσε στο νερό, ούτε ένας δεν έσκυψε με τεντωμένο χέρι.
Ένα γκροτέσκο σκηνικό στο οποίο γινόμαστε μάρτυρες μιας αληθινής φρικαλεότητας αλλά αντιδρούμε σαν να βλέπουμε ταινία στο σινεμά...
Διάχυση της ευθύνης ή αλλιώς η «απάθεια του πλήθους»
Σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, οι παρόντος είναι πιθανότερο να επέμβουν εάν υπάρχουν λίγοι ή κανένας άλλος μάρτυρας, λένε οι ειδικοί ψυχικής υγείας.
Πίσω στην δεκαετία του '60, οι γνωστοί ερευνητές Bibb Latané και John Darley μέσω σειράς πειραμάτων θεμελίωσαν το βασικό πλαίσιο του φαινομένου διαπιστώνοντας ότι ο χρόνος που χρειάζεται κάποιος για να παρέμβει και να αναζητήσει βοήθεια σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ποικίλλει ανάλογα με το πόσοι άλλοι παρατηρητές βρίσκονται στον ίδιο χώρο. Χαρακτηριστικά, σε ένα από τα πειράματα, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις διαφορετικές ομάδες, μόνοι σε ένα δωμάτιο, με δύο άλλους συμμετέχοντες ή με δύο ερευνητές που όμως προσποιούνταν ότι ήταν επίσης συμμετέχοντες στην υποτιθέμενη έρευνα που βρισκόταν σε εξέλιξη. Καθώς οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να συμπληρώσουν κάποια ερωτηματολόγια, καπνός άρχισε να γεμίζει την αίθουσα. Όσοι βρίσκονταν μόνοι τους στο δωμάτιο, έσπευσαν σε ποσοστό 75% να αναφέρουν το απρόοπτο στους υπευθύνους. Αντίθετα, μόλις το 38% των συμμετεχόντων που βρίσκονταν με άλλα δύο άτομα ανέφεραν τον καπνό. Στην τελευταία ομάδα, οι δύο «κρυφοί» ερευνητές στο πείραμα ήταν εκείνοι που αναφέρθηκαν στον καπνό και στη συνέχεια τον αγνόησαν, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα μόνο το 10% των αληθινά συμμετεχόντων να προχωρήσει σε ανάλογη αναφορά. Σε επιπλέον πειράματα οι Latané και Rodin διαπίστωσαν ότι το 70% των ανθρώπων θα βοηθούσαν μια γυναίκα που βρισκόταν σε δύσκολη θέση, μόνο όταν ήταν παρόντες μόνοι τους στο συμβάν. Όταν υπήρχαν κι άλλοι, το ποσοστό έπεφτε στο 40%.
Οι επιστήμονες «σκάβοντας» στα θεμέλια αυτής της συμπεριφοράς εντόπισαν δύο κύριους γενεσιουργούς παράγοντες: Πρώτον, η παρουσία άλλων ανθρώπων δημιουργεί διάχυση ευθύνης. Με απλά λόγια, όταν είμαστε πολλοί, η ενστικτώδης παρόρμηση να αναλάβουμε δράση όταν συμβαίνει κάτι απροσδόκητο υποχωρεί, νιώθουμε ότι η ευθύνη αυτή μοιράζεται και αυτό μας κάνει αδρανείς έως απαθείς.
Ο δεύτερος λόγος είναι η ανάγκη να συμπεριφερόμαστε με κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους. Όταν οι διπλανοί μας δεν αντιδρούν, ενδόμυχα φοβόμαστε ότι τυχόν δική μας παρέμβαση μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπέρβαση και αυτό μπλοκάρει τα αυτόματα αντανακλαστικά της φύσης μας. Οι ερευνητές έχουν επίσης διαπιστώσει ότι οι θεατές μιας περίστασης με χαρακτηριστικά βίας, είναι λιγότερο πιθανό να παρέμβουν όταν αισθάνονται ότι τους λείπουν πληροφορίες.
Στην περίπτωση της Kitty Genovese, πολλοί από τους 38 μάρτυρες δήλωναν ότι εξέλαβαν το περιστατικό ως ερωτικό καυγά. Σε πολλές περιπτώσεις, η πρώτη εντύπωση παγιώνεται τόσο γρήγορα ώστε πραγματικά φτάνει να αλλοιώσει την αντίληψη όσων βλέπουμε να διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μας.
Ένα απροσδόκητο περιστατικό συχνά εμπεριέχει μια αίσθηση χάους και ασάφειας. Σε τέτοιες στιγμές, οι άνθρωποι συχνά κοιτούν τον διπλανό τους αντιγράφοντας τον τρόπο αντίδρασης του. Αν όμως όλοι κρυφοκοιτάζουμε δίπλα περιμένοντας το σινιάλο για δράση, ποιος μένει τελικά για να δώσει αυτό το σινιάλο;
Σπάζοντας τον «κύκλο των παρατηρητών»
Πώς μπορεί να καταπολεμηθεί η συλλογική απάθεια; Είναι άραγε δυνατόν να σπάσει ο κύκλος; Μερικοί ψυχολόγοι εκτιμούν ότι η επίγνωση του φαινομένου, δηλαδή η γνώση ότι έχουμε την τάση να εναρμονίζουμε τις αντιδράσεις μας σύμφωνα με αυτό που κάνουν οι περισσότεροι γύρω μας, είναι ο τρόπος που το σύνδρομο μπορεί να διαρραγεί. Η συνειδητή σκέψη της ανάγκης για άμεση παρέμβαση μπροστά σε ένα ακραίο γεγονός ακόμα κι όταν κανείς δεν κάνει το πρώτο βήμα, είναι αυτή που θα οδηγήσει σε δράση, σημειώνουν. Και ναι, αυτό μπορεί να κρύβει κινδύνους, η αξιολόγηση των οποίων είναι επίσης σημαντική. Μολαταύτα, μερικές φορές αρκεί κάποιος να κάνει απλά την αρχή και οι άλλοι θα ακολουθήσουν.
Όταν το θύμα είμαστε εμείς
Το φαινόμενο έχει μια ακόμα ανάγνωση. Οι περιπτώσεις που δεν είμαστε ο θεατής αλλά το θύμα. Μπορούμε σε μια τέτοια περίσταση να επηρεάσουμε τον κόσμο ώστε αυτονόητα να μας βοηθήσει; Μια συχνά προτεινόμενη τακτική είναι να ξεχωρίζουμε ένα άτομο από το πλήθος. Να κρατούμε οπτική επαφή μαζί του, να απευθυνόμαστε σε αυτόν για βοήθεια λες και είναι μόνος του απέναντι μας. Είναι αυτό που πιθανότατα θα έχει αποτέλεσμα αφού διαφοροποιώντας τον από τους υπολοίπους, δημιουργούμε μια σχεδόν προσωπική σχέση μαζί του ακόμα κι αν είμαστε εντελώς άγνωστοι και ενστικτωδώς η απόρριψη γίνεται δυσκολότερη.
Και ίσως, μπορεί έτσι να μην χρειαστεί να θρηνήσουμε ξανά ανθρώπους που χάνονται αβοήθητοι, σπαρακτικά μόνοι ανάμεσα σε τόσους πολλούς.