Για παράδειγμα οι πληροφορίες πως να μείνουμε ασφαλείς από τον κορονοϊό. Οι ερευνητές θέλουν να γνωρίζουν ποιο μέσο έχει τη μεγαλύτερη δύναμη για να μοιραστούν την πληροφορία που επιθυμούν με τους ανθρώπους διαδικτυακά.
Μια νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Experimental Psychology: General από τους ερευνητές Danielle Cosme και Emily Falk ανέλυσε τη συμπεριφορά περισσότερων από 3000 άτομα για να διερευνήσει την ψυχολογία του ατόμου πίσω από αυτό που μοιράζεται διαδικτυακά. Αυτό ότι φαίνεται η απάντηση είναι αρκετά ξεκάθαρη: Oι άνθρωποι μοιράζονται την πληροφορία που νιώθουν ότι έχει νόημα για τους ίδιους ή για τους ανθρώπους που γνωρίζουν. Η Cosme και η ομάδα της συνέβαλε σε αυτό που λέμε συνδεσιμότητα, σε αυτούς τους παράγοντες που συνεισφέρουν να γίνει κάτι viral (να κάνει τον γύρο του διαδικτύου). Αυτό συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι θεωρούν ότι από μόνο του άξιο σημασίας είτε για τους ίδιους, είτε για την κοινωνία.
«Αυτό είναι το σημαντικό κλειδί όταν φτιάχνει κανείς ένα μήνυμα για κοινωνικούς σκοπούς», όπως λέει η Cosme, η υπεύθυνη ερευνών στο Εργαστήριο της Σχολής Annenberg που ασχολείται με την Νευροεπιστήμη της Επικοινωνίας. Η γνώση των ψυχολογικών συστατικών που κάνουν ένα άτομα να μοιράζεται μια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να βοηθήσει τους επιστήμονες να μοιραστούν δεδομένα που αφορούν την κλιματική αλλαγή ή τη δημόσια υγεία και να σταματήσουν την διασκόρπιση των μύθων σχετικά με τα εμβόλια.
Η έρευνα του Cosme δείχνει ότι οι άνθρωποι προσέχουν περισσότερο τις πληροφορίες που θεωρούν ότι είναι πιο σχετικές με τους ίδιους. Οι άνθρωποι είναι κοινωνικά όντα και αγαπούν να συνδέονται ο ένας με τον άλλον. Όταν μοιράζεται κανείς πληροφορίες ενεργοποιείται το σύστημα επιβράβευσης στον εγκέφαλό μας. Και όταν επικοινωνούμε τους άλλους, σκεφτόμαστε τι έχει στο νου του το άλλο άτομο ή τι θα ήθελε να ακούσει, γεγονός το οποίο είναι γνωστό ως κοινωνική συνάφεια.
Για την μελέτη της Cosme, oι συμμετέχοντες εκτέθηκαν σε άρθρα και αναρτήσεις- στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης που αφορούν την υγεία, την κλιματική αλλαγή, την ψήφο και την νόσο Covid -19. Κάποιοι συμμετέχοντες διάβασαν τίτλους και κάποιες συνόψεις νέων άρθρων και άλλοι απλώς έριξαν μια ματιά σε αναρτήσεων στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Όλοι οι συμμετέχοντες βαθμολόγησαν πόσο πιθανό ήταν να μοιραστούν κάθε μήνυμα και πόσο σχετικό έβρισκαν το κάθε ένα από αυτά με τους ίδιους και τα άτομα που γνωρίζουν.
Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι όποιο και να ήταν το θέμα που κάλυπταν ή όποιο και να ήταν το μέσο του μηνύματος, οι άνθρωποι ήταν πιο πιθανό να πουν ότι μοιράζονται μηνύματα τα οποία αντιλαμβάνονται ως σχετικά με τους ίδιους ή έστω κοινωνικά έχουν μια συσχέτιση. Επίσης, παρατήρησαν ότι όταν ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να γράψουν ένα μήνυμα που ήταν σχετικό με τους ίδιους ή τους ανθρώπους που με τους οποίους ήταν πιο πιθανό να μοιραστούν κάτι ήταν πιο πιθανό αυτό με κάποιο τρόπο να καθρεφτίζεται πάνω τους.
«Το να μοιραζόμαστε πληροφορίες είναι ένα κρίσιμο συστατικό της ατομικότητας και της συλλογικής δράσης» λέει η Cosme. Στην αρχή της πανδημίας, χρειάστηκε να διαδοθούν συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με όσα συνέβαιναν, για να προστατέψουμε τον εαυτό μας. Η πληροφορία που διαδίδεται μέσα από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, μπορεί να είναι πραγματικά επιδραστική για την αλλαγή της ατομικής μας συμπεριφοράς και να αλλάξει επίσης τη συλλογική μας συμπεριφορά μέσα από την αλλαγή των αντιλήψεων σχετικά με τι είναι φυσιολογικό» εξήγησε η ίδια.
Με δεδομένα από 10 χιλιάδες τύπους μηνυμάτων, η Cosme και οι συνάδελφοί της πιστεύουν ότι τα ευρήματα μπορούν να διαμορφώσουν ένα αποτελεσματικό δημόσιο μήνυμα στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. «Ενδιαφερόμαστε να κατανοήσουμε πως μπορούμε να μεταφράζουμε την ψυχολογικής θεωρία στον πραγματικό κόσμο με παρεμβάσεις που προσπαθούν να αλλάξουν τη συμπεριφορά μας» είπε η Cosme.
«Ένας τρόπος να βελτιώσουμε το περιεχόμενο που μοιραζόμαστε είναι να προσλάβουμε ανθρώπους που βρίσκουν αυτο το περιεχόμενο που είναι σχετικό με το ατομικό ή με το κοινωνικό σύνολο και να μοιράζονται μηνύματα διαδικτυακά. Ένας άλλος είναι να κατηγοροποιήσουμε τα μηνύματα αυτά είτε με βάση τον ατομικό ή με βάση τον κοινωνικό συσχετισμό τους, χωρίς να κόβουμε το ίδιο το μήνυμα».
«Έχουμε αναπτύξει πλαίσια μηνυμάτων τα οποία θα μπορούσαν να συσχετιστούν με τις ήδη υπάρχουσες ειδήσεις και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αναφέρει η Falk, που συμμετέχει στην έρευνα εξηγώντας ότι η μελέτη θα μπορούσε να ελεγχθεί εύκολα και σε άλλα πλαίσια».
Το εργαστήριο συνεχίζει τις έρευνές του, εξετάζοντας την δραστηριότητα του εγκεφάλου σχετικά με όσα μοιραζόμαστε στο διαδίκτυο. Για αυτές τις μελέτες, οι ερευνητές χρησιμοποιούν σαρωτές fMRI για να κατανοήσουν κατά πόσο συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου καθορίζουν τις αντιλήψεις του εγώ και την κοινωνική συνάφεια.
Συνολικά, η ομάδα ελπίζει ότι τα αποτελέσματα της μελέτης θα δώσουν σε όσους το επιθυμούν τα εργαλεία να δημιουργήσουν κοινωνική αλλαγή με αποτελεσματικό τρόπο. «Τα μεγάλα ζητήματα απαιτούν συλλογική δράση, αναφέρει η Cosme. Η διάδοση συγκεκριμένων πληροφοριών ενδυναμώνει τα άτομα να συνδεθούν και να δράσουν».
«Αυτή η μελέτη υπογραμμίζει τα ψυχολογικά συστατικά που παρακινούν τους ανθρώπους να μοιράζονται πληροφορίες σχετικά με ζητήματα που επιδρούν στην ευζωία μας», αναφέρει η Falk. «Όταν μοιράζεσαι είναι ένα ένα σημείο κλειδί για την αλλαγή των κοινωνικών νορμών και στην παρακίνηση μεγαλύτερης δράσης, είναι αρκετά σημαντικό να κατανοήσει κανείς τι είναι αυτό που το κάνει να συμβεί».
Πηγή: https://medicalxpress.com/news/2022-08-social-media.html