Ουσιαστικό πρόβλημα για τη δημόσια υγεία συνεχίζει να αποτελεί ο HIV, τέσσερις δεκαετίες μετά την καταγραφή των πρώτων κρουσμάτων. Σύμφωνα με τη UNAIDS 38,4 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως ζουν με τον ιό. Μόνο το τελευταίο έτος καταγράφηκαν 1,5 εκατομμύρια νέες μολύνσεις και 650.000 σχετιζόμενοι με το AIDS θάνατοι. Δηλαδή, 2.5 νέες μολύνσεις και 1 θάνατο που σχετίζεται με το AIDS ανά λεπτό.
Στη χώρα μας τα στοιχεία έδειξαν μια υποχώρηση των νέων λοιμώξεων με HIV κατά την περσινή χρονιά. Αυτό το θετικό νέο, όμως, δεν εκτιμάται ότι αποτελεί ενδεικτικό μιας πορείας προς την εξάλειψη της νόσου στη χώρα. Αντιθέτως, εκτιμάται ότι ήταν άλλη μια απόρροια των περιορισμών που συνόδευσαν την πανδημία και πως αν η Ελλάδα συνεχίσει την ίδια στρατηγική στη διαχείριση του HIV, οι νέες μολύνσεις δεν θα μειωθούν τα επόμενα έτη.
Βάσει των στοιχείων από το μητρώο ασθενών του ΕΟΔΥ, που παρουσίασε ο Ηλίας Γκούντας, PhD, Value & Patient Access Manager, της MSD Ελλάδας και Μεταδιδακτορικός Ερευνητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου στην Ελλάδα, ο συνολικός αριθμός των HIV διαγνώσεων (συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων AIDS), έως τις 31/12/2021, ανέρχεται σε 19.265, ενώ κατά το 2021 διαγνώστηκαν και δηλώθηκαν 526 νέα περιστατικά HIV.
Οι διαγνώσεις του 2021 αποτελούν τις χαμηλότερες των τελευταίων ετών, καθώς την περίοδο 2016-2020 οι νέες διαγνώσεις κυμαίνονταν από 618-723, ετησίως.
Σύμφωνα με μελέτη της Ιατρικής Αθηνών, εκτιμάται ότι στην Ελλάδα το 2021 είχε διαγνωστεί το 84,5% των οροθετικών ατόμων. Το 96.1% εξ αυτών βρισκόταν σε αντιρετροϊκή αγωγή και το 94.8% αυτών είχε μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο.
Μελέτη μαθηματικής μοντελοποίησης που παρουσιάστηκε στην 10η Πανελλήνια Συνάντηση «AIDS, Ηπατίτιδες & Αναδυόμενα Νοσήματα» υπολόγισε ότι νέες λοιμώξεις στην Ελλάδα ανέρχονται στις 670 ανά έτος.
Εκτιμήθηκε, λοιπόν, ότι αν η Ελλάδα συνεχίσει την ίδια στρατηγική στη διαχείριση του HIV, οι νέες μολύνσεις δεν αναμένεται να μειωθούν στα επόμενα έτη. Επιπλέον, θεωρείται ότι η μείωση στις διαγνώσεις μάλλον είναι αποτέλεσμα υποδιάγνωσης, λόγω της πανδημίας COVID-19 και όχι υποχώρηση της HIV πανδημίας.
Στόχος της παγκόσμιας κοινότητας είναι η εξάλειψη της επιδημίας του AIDS έως το 2030. Η αξιοποίηση μέτρων πρόληψης της μετάδοσης και η έγκαιρη πρόσβαση στην αντιρετροϊκή θεραπεία, η οποία βελτιώνει την υγεία του ασθενούς και σχεδόν μηδενίζει τις πιθανότητες μετάδοσης του ιού. Η πρόσφατη διάταξη που δίνει πρόσβαση στην προφυλακτική αγωγή PrEP (Pre-Exposure Prophylaxis) εκτιμάται ότι θα δώσει μια σημαντική ώθηση προς την κατεύθυνση εξάλειψης της νόσου και στη χώρα μας.
Θα πρέπει να σημειώσουμε πως, αν ο στόχος της εξάλειψης της HIV/AIDS το 2030 δεν επιτευχθεί θα έχει ως αποτέλεσμα 3.190 παραπάνω νέες μολύνσεις, από όσες λοιμώξεις θα είχε η χώρα αν πετύχουμε το στόχο.
Το κόστος της μη επίτευξης του στόχου της εξάλειψης υπολογίζεται σε 875 εκατ. ευρώ. Για κάθε έτος καθυστέρηση της επίτευξης του στόχου της εξάλειψης, εκτιμάται ότι θα μολύνονται 430 περισσότεροι ασθενείς, σε σχέση με το αν η Ελλάδα επιτύγχανε το στόχο της εξάλειψης το 2030.
Τα χαμηλά ποσοστά έγκαιρης διάγνωσης είναι ένας από τους κύριους παράγοντες της αδυναμίας της χώρας να μπει σε τροχιά εξάλειψης της πανδημίας.Τις 3ετίες 2016-2018 και 2019-2021 μόνο το 19,8% και το 34,3% των ασθενών άρχισαν θεραπεία εντός του πρώτου έτους από την μόλυνση. Ο διάμεσος χρόνος από την μόλυνση μέχρι την διάγνωση εκτιμήθηκε στα 5 έτη για τις υποομάδες των ασθενών που έχουν μολυνθεί από ετεροφυλοφιλική σεξουαλική επαφή ή ενέσιμη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Οι εν λόγω ομάδες αποτελούν το 35% με 40% των νέων διαγνώσεων στην χώρα. Εκτός από τα χαμηλά ποσοστά έγκαιρης διάγνωσης, οι ασθενείς που έχουν μολυνθεί από ετεροφυλοφιλική σεξουαλική επαφή ή ενέσιμη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών εκτιμήθηκε ότι έχουν 17.4% και 21.7% κίνδυνο απόσυρσης από την φροντίδα κατά τα δύο πρώτα έτη της θεραπείας, αντίστοιχα.
Πιθανές παρεμβάσεις, που θα μπορούσαν να βάλουν τη χώρα στην πορεία για την εξάλειψη του ιού της HIV, θα μπορούσαν να είναι η διάθεση του self testing από τα ιδιωτικά φαρμακεία, η δημιουργία ικανού αριθμού χώρων επιτηρούμενης χρήσης, ή η ενίσχυση των προγραμμάτων μείωσης της βλάβης με πλήρη κάλυψη των αναγκών συρίγγων και συνέργων ασφαλούς χρήσης.