Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα αναφέρει το σχετικό δημοσίευμα της Daily Mail, η επιτυχία του lecanemab χαιρετίστηκε ως «ιστορική στιγμή» αφού οι κλινικές δοκιμές φανέρωσαν ότι μπορεί να σταματήσει την άνοια στους πάσχοντες που βρίσκονταν στα αρχικά στάδια της νόσου.
Το φάρμακο σχεδιάστηκε για να επιτίθεται εναντίον των αμυλοειδών, των παραμορφωμένων πρωτεϊνών, που αυξάνονται στον εγκέφαλο κατά την εμφάνιση της νόσου.
Επιστήμονες δήλωσαν χθες (23/11) πως το φάρμακο θα μπορούσε να είναι διαθέσιμο στη Βρετανία από το 2023.
Ο καθηγητής Τζον Χαρντι, ένας κορυφαίος ερευνητής άνοιας και μοριακός βιολόγος στο University College του Λονδίνου, είπε πως «οι πρώτοι ασθενείς θα λάβουν το φάρμακο προς το τέλος του επόμενου έτους» αναφέροντας ωστόσο ότι αυτό εξαρτάται από τις ρυθμιστικές αρχές της χώρας.
Παρόλα αυτα, γιατροί αναφέρουν ότι μόλις ένας στους 20 ασθενείς θα επωφεληθεί από τη θεραπεία, επειδή η υπηρεσία άνοιας του Εθνικού Συστήματος Υγείας (NHS) της χώρας είναι υποστελεχωμένη.
Ακόμη, ο καθηγητής δήλωσε ότι οι μεσήλικες Βρετανοί θα πρέπει να υποβάλλονται συστηματικά σε εξετάσεις για τη νόσο Αλτσχάιμερ, ώστε να εντοπίζονται εκείνοι που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τη θεραπεία.
Οι κλινικές δοκιμές έδειξαν ότι επιβράδυνε την εξέλιξη των συμπτωμάτων κατά 27% σε διάστημα 18 μηνών και την συσσώρευση των επιπέδων αμυλοειδούς στον εγκέφαλο.
Το φάρμακο, που αναπτύχθηκε από την ιαπωνική φαρμακευτική εταιρεία Eisai και την αμερικανική εταιρεία βιοτεχνολογίας Biogen, δημιουργήθηκε για τη θεραπεία της ήπιας γνωστικής εξασθένησης σε ασθενείς με υψηλά επίπεδα αμυλοειδούς στον εγκέφαλο.
Υπάρχουν δύο τρόποι για να εντοπιστεί το αμυλοειδές:
α) Είτε με σάρωση εγκεφάλου
β) Είτε με μια εξέταση βιοδεικτών.
Η δεύτερη γίνεται επί του παρόντος μέσω οσφυονωτιαίας παρακέντησης.
Ωστόσο, οι δύο εξετάσεις είναι δαπανηρές και δεν αποδεικνύουν απαραίτητα ότι ένας ασθενής πάσχει από Αλτσχάιμερ. Οι ασθενείς θα πρέπει στη συνέχεια να υποβληθούν σε τεστ μνήμης, συγκέντρωσης και επικοινωνίας.
Οι ειδικοί δήλωσαν αισιόδοξοι εκφράζοντας τον ενθουσιασμό τους καθώς όπως είπαν «βρισκόμαστε στην αρχή των θεραπειών για τη νόσο».
Όπως εξήγησε και η δρ Λιζ Κούλτχαρντ, αναπληρώτρια καθηγήτρια νευρολογίας της άνοιας στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ:
«Τα τελευταία πέντε χρόνια πραγματοποιούμε εξετάσεις βιοδεικτών, οι οποίες μας βοηθούν να διαγνώσουμε με ακρίβεια τα άτομα με Αλτσχάιμερ. Έτσι, αν εργάζεστε σε μια κλινική όπου δεν πραγματοποιείται αυτή η εξέταση, η διαγνωστική ακρίβεια για τη νόσο είναι περίπου 70% – δεν μπορούμε να διαγνώσουμε σωστά τη νόσο χωρίς να κάνουμε βιοχημικές εξετάσεις. Μέχρι τώρα, αυτό δεν αποτελούσε προτεραιότητα επειδή δεν υπήρχαν μοριακές θεραπείες, τώρα όμως που υπάρχουν, πρέπει να αρχίσουμε να τις κάνουμε σε όλους».
Η επιστήμονας πρόσθεσε ότι η «συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων» δεν υποβάλλεται σε αυτές τις εξετάσεις και ότι υπάρχει ένα «τεράστιο χάσμα μεταξύ της τρέχουσας παροχής υπηρεσιών και αυτού που πρέπει να κάνουμε για να παρέχουμε θεραπείες που τροποποιούν τη νόσο».
ΠΗΓΗ: Daily Mail