Η έξαρση των μολύνσεων από τον – ανθεκτικό στα φάρμακα- μύκητα Candida auris έχει χαρακτηριστεί δικαιολογημένα από τα τα αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) ως «επείγουσα απειλή», καθώς έχει μολύνει πάνω από τις μισές Πολιτείες των ΗΠΑ.
Ωστόσο, εκτός από τις ΗΠΑ, την εμφάνιση του έκανε και στην Ελλάδα σπέρνοντας τον «τρόμο» και την ανησυχία τόσο στους πολίτες όσο και στους εργαζομένους στην υγεία.
Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα, η πρώτη απομόνωση του μύκητα ήταν το 2019, και έκτοτε απομονώνονται με αυξανόμενη συχνότητα στελέχη C. auris από διεισδυτικές λοιμώξεις (καντινταιμίες), σε βαρέως πάσχοντες με μακροχρόνιες νοσηλείες και παρουσία ενδαγγειακών καθετήρων.
Επίσης ο μύκητας έχει απομονωθεί από δείγματα αποικισμού ασθενών και προσωπικού, καθώς και από περιβαλλοντικά δείγματα από επιφάνειες, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, στο οποίο αποστέλλονται δείγματα από νοσοκομεία όλης της χώρας για έλεγχο ταυτοποίησης και ευαισθησίας.
Τι είναι ο μύκητας Candida auris και πώς μεταδίδεται;
Πρόκειται για έναν ζυμομύκητα, ο οποίος απομονώθηκε πρώτη φορά το 2009 στην Ιαπωνία από το αυτί ασθενούς (auris = αυτί στα λατινικά). Έχει βρεθεί σε περισσότερες από 30 χώρες , συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου.
Σύμφωνα με πληροφορίες από τον ΕΟΔΥ, ο μύκητας Candida auris θεωρείται αναδυόμενος παθογόνος παράγοντας για τρεις κύριους λόγους:
1. Εμφανίζει συχνά αντοχή σε αντιμυκητικά φάρμακα, όπως οι αζόλες, ή και σε άλλες κατηγορίες αντιμυκητικών, όπως οι εχινοκανδίνες και η αμφοτερικίνη Β, που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία διεισδυτικών λοιμώξεων από στελέχη Candida.
2. Η ταυτοποίηση του ζυμομύκητα εμφανίζει δυσκολίες με τις συνήθεις εργαστηριακές μεθόδους.
Η εσφαλμένη ταυτοποίηση μπορεί να οδηγήσει σε ακατάλληλη διαχείριση και θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών.
3. Επειδή ο μύκητας Candida auris προκαλεί όλο και συχνότερα επιδημίες σε μονάδες υγειονομικής περίθαλψης, η έγκαιρη ανίχνευσή του είναι σημαντική, ώστε να ληφθούν ειδικά μέτρα για την πρόληψη της διασποράς.
Ακόμη, μπορεί να αναπτυχθεί ή να «αποικίσει» στο ανθρώπινο δέρμα. Σε αντίθεση με πολλά άλλα είδη Candida που τους αρέσει να αναπτύσσονται στα έντερά μας ως μέρος του μικροβιώματος, ο μύκητας Candida auris δεν αναπτύσσεται σε αυτό το περιβάλλον και φαίνεται να προτιμά το δέρμα.
Είναι ασυνήθιστο για μια μυκητιασική λοίμωξη να μεταδίδεται από άτομο σε άτομο, αλλά έτσι φαίνεται να εξαπλώνονται οι λοιμώξεις από Candida auris.
Ο μύκητας μπορεί να ζήσει σε επιφάνειες για αρκετές εβδομάδες και η απαλλαγή από αυτόν μπορεί να είναι δύσκολη. Απαιτείται ενισχυμένος καθαρισμός και πλύσιμο των χεριών για να προσπαθήσουμε να περιορίσουμε την εξάπλωση του μύκητα και την έκθεση σε ασθενείς που νοσούν από αυτόν.
Ο μύκητας Candida auris προκαλεί λοιμώξεις καθώς εισέρχεται σε χειρουργικά τραύματα ή στο αίμα. Μόλις εισέλθει στο σώμα, μπορεί να μολύνει τα όργανα και το αίμα προκαλώντας μια πολύ σοβαρή και δυνητικά θανατηφόρα ασθένεια.
Το ποσοστό θνησιμότητας για τα άτομα που έχουν μολυνθεί με τον μύκητα είναι μεταξύ 30 και 60%. Αλλά ένα ακριβές ποσοστό θνησιμότητας μπορεί να είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, καθώς οι άνθρωποι που έχουν μολυνθεί είναι συχνά βαριά άρρωστοι με άλλες καταστάσεις.
Παράγοντες κινδύνου
Οι παράγοντες κινδύνου, σύμφωνα με τον Εθνικό οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) για διηθητική λοίμωξη είναι γενικά κοινοί για την C. auris και τα συνήθη στελέχη Candida.
Σημαντικός παράγοντας κινδύνου είναι η συν-νοσηλεία με άλλους ασθενείς με λοίμωξη από C. auris. Κοινός παράγοντας κινδύνου είναι και η παρατεταμένη νοσηλεία με επεμβατικούς χειρισμούς, όπως διασωλήνωση και τοποθέτηση κεντρικών ενδαγγειακών καθετήρων, καθώς το παθογόνο προσβάλλει συνήθως βαρέως πάσχοντες με μακρά νοσηλεία.
Οι περισσότεροι ασθενείς έχουν εισαχθεί στο νοσοκομείο για άλλο λόγο και εμφανίζουν αποικισμό ή λοίμωξη κατά τη διάρκεια της (μακράς) νοσηλείας τους.
Για την Ελλάδα, τα κρούσματα δεν συνδέονται εν γένει με ταξίδι και νοσηλεία σε άλλη χώρα, αλλά οφείλονται σε εγχώρια μετάδοση, συνδεόμενη με χώρο παροχής φροντίδας.
Από την διεθνή βιβλιογραφία, η θνητότητα μπορεί να φτάσει έως 70% σε περιστατικά μυκηταιμίας από C. auris, που συνήθως αφορούν σε ασθενείς ήδη πολύ επιβαρυμένους με επιπλεγμένα υποκείμενα νοσήματα.
Οι περισσότερες λοιμώξεις από C. auris αντιμετωπίζονται με χορήγηση εχινοκανδινών. Ωστόσο, αναφέρονται στελέχη C. auris ανθεκτικά και στις τρεις κύριες κατηγορίες αντιμυκητικών φαρμάκων.
Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να απαιτηθεί συνδυασμός αντιμυκητικών φαρμάκων σε υψηλές δόσεις.
Τονίζεται, τέλος, ότι δεν συνιστάται η χορήγηση αντιμυκητικής αγωγής σε ασθενείς αποικισμένους με C auris, χωρίς διηθητική μυκητική λοίμωξη.
Ποια είναι τα συμπτώματα του Candida auris;
Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα μιας λοίμωξης από Candida auris περιλαμβάνουν πυρετό και ρίγη που δεν υποχωρούν μετά από θεραπεία με αντιβιοτικά. Η διάγνωση όμως είναι δύσκολη, καθώς πολλές άλλες κοινές ασθένειες μοιράζονται αυτά τα συμπτώματα.
Για το λόγο αυτό, η λανθασμένη διάγνωση οδηγεί συχνά σε λανθασμένη θεραπεία. Η σωστή διάγνωση συχνά απαιτεί την αποστολή δείγματος αίματος ή δείγματος από το σημείο της λοίμωξης σε εξειδικευμένο εργαστήριο για να επιβεβαιωθεί οριστικά η παρουσία του μύκητα
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, έχουν αναπτυχθεί νέες δοκιμές που βοηθούν στην ακριβή αναγνώριση αυτού του μύκητα σύμφωνα με την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ανοσολογίας και Ανοσοθεραπείας, στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ.
Υποκινούμενοι από τον Covid 19
Ο αυξανόμενος αριθμός των μολύνσεων από Candida auris θεωρείτε από την επιστήμονα Rebecca A. Drummond, πως συνδέεται εν μέρει με την πανδημία του Covid 19. Τα άτομα που αρρωσταίνουν λόγω Covid 19 μπορεί να χρειαστούν νοσηλεία και μακροχρόνια παραμονή στη ΜΕΘ, που είναι και οι δύο παράγοντες κινδύνου για μόλυνση από Candida auris.
«Οι επαγγελματίες υγείας πρέπει να παραμείνουν σε επαγρύπνηση έναντι αυτού του ανθεκτικού στα φάρμακα μύκητα. Χωρίς στενή παρακολούθηση και ενισχυμένη επίγνωση αυτής της λοίμωξης, θα μπορούσαμε να δούμε περισσότερα ξεσπάσματα και σοβαρές ασθένειες που σχετίζονται με Candida auris στο μέλλον» τόνισε η επιστήμονας του Μπέρμιγχαμ.
Ποια μέτρα συστήνει ο ΕΟΔΥ
-
Τα μέτρα πρόληψης και ελέγχου πρέπει να εφαρμόζονται άμεσα, όταν τίθεται υποψία ότι ο ασθενής φέρει Candida Auris, εν αναμονή των εργαστηριακών αποτελεσμάτων της τυποποίησης του μύκητα, είτε πρόκειται για λοίμωξη είτε για αποικισμό.
-
Η απομόνωση του ασθενούς συστήνεται είτε πρόκειται για λοίμωξη είτε για αποικισμό, ενώ η χορήγηση αντιμυκητικής θεραπείας συστήνεται μόνο όταν πρόκειται για λοίμωξη και όχι για τον αποικισμό.
-
Όπου είναι εφικτό, χρησιμοποιείται αποκλειστικός εξοπλισμός, διαφορετικά ο κοινόχρηστος εξοπλισμός (π.χ. μηχανήματα παροχής οξυγόνου, εξοπλισμός φυσικοθεραπείας) απολυμαίνεται σχολαστικά πριν τη χρήση σε άλλο ασθενή.
-
Απαιτείται σχολαστικός καθημερινός καθαρισμός και απολύμανση του δωματίου του ασθενή, καθώς και των χώρων, όπου μεταφέρεται ο ασθενής, όπως είναι τα ακτινοδιαγνωστικά τμήματα ή οι χώροι φυσιοθεραπείας κ.ά.
-
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στον τελικό καθαρισμό του θαλάμου, δηλαδή στον καθαρισμό μετά την αποχώρηση του ασθενή.
Πηγή: the conversation, ΕΟΔΥ