Φυσικά, εκτός από την σκόνη στην ατμόσφαιρα αιωρούνται μεγάλες ποσότητηες ανθυγιεινών λεπτών σωματιδίων: Τα καμένα ορυκτά καύσιμα και οι γεωργικοί ρύποι φορτώνουν τον αέρα με μικροσκοπικές κηλίδες που σε συνδυασμό με την αφρικανική σκόνη δημιουργούν ένα κοκτέιλ ασφυξίας με σημαντικό αντίκτυπο στους πνεύμονες και στην αναπνευστική λειτoυργία του ανθρώπινου οργανισμού
Συμπτώματα από την έκθεση στην αφρικάνικη σκόνη
Η αύξηση της σκόνης οποιουδήποτε είδους μπορεί να προκαλέσει προβλήματα όπως, βήχα, δύσπνοια ή ακόμα και φτάρνισμα ορισμένες φορές καθώς η μύτη προσπαθεί να καθαρίσει τα βλαβερά μόρια από τον αέρα. Είναι επίσης σημαντικό για άτομα με υποκείμενα νοσήματα, όπως άσθμα και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια να γνωρίζουν τον αυξημένο κίνδυνο των επιπλοκών αν εκτεθούν, με αποτέλεσμα την επιδείνωση των συμπτωμάτων.
Αν και τα άτομα με χρόνια ασθένεια των πνευμόνων κινδυνεύουν περισσότερο να παρουσιάσουν επιπλοκές από την αφρικανική σκόνη, οι πάντες διατρέχουν τον κίνδυνο να βιώσουν συμπτώματα σχετικά με την έκθεση στη σκόνη. Αν ζείτε σε μία περιοχή που έχει μεγαλύτερα επίπεδα σκόνης από το φυσιολογικό οφείλετε να είστε σε εγρήγορση για συμπτώματα όπως ο συριγμός, ο βήχας και η δύσπνοια. Κάποια άτομα δακρύζουν ή ερεθίζονται τα μάτια ή η μύτη τους.
Επομένως συστήνεται η χρήση καλύμματος προσώπου όταν βρίσκεστε σε εξωτερικούς χώρους. Επίσης, όταν βρίσκεστε μέσα στο σπίτι, πρέπει να κλείσετε τα παράθυρα και να αλλάζετε τα φίλτρα αέρα.
Όσον αφορά την όραση η έκθεση στην αφρικανική σκόνη προκαλεί συμπτώματα ίδια με αυτά της απλής επιπεφυκίτιδα δηλαδή δακρύρροια, αίσθημα καύσου, αίσθημα ξένου σώματος, κοκκίνισμα των οφθαλμών, έντονο οίδημα στα βλέφαρα και στον επιπεφυκότα, εκκρίσεις και θάμπωμα στην όραση. Αυτή η «απλή» αλλεργική επιπεφυκίτιδα αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα μπορεί να εξελιχθεί σε ιογενή κερατίτιδα με σοβαρή μείωση της όρασης και ακόμη εντονότερες ενοχλήσεις.
Ο COVID-19 και αφρικάνικης σκόνης
Τα άτομα που έχουν συμπτώματα λόγω λοίμωξης με την COVID-19 έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν ενοχλήσεις από την αφρικανική σκόνη. Η έκθεση στον κορονοϊό SARS-CoV-2 και η εισπνοή μολυσμένου αέρα μπορεί να προκαλέσει ζημιά.
Ευτυχώς η COVID-19 έχει αυξήσει τις ευαισθησίες μας ως προς την προστασία των πνεύμονων μας τη μείωση των βλαβών από τον ιό και την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Απλά πράγματα όπως το να φοράμε καλύμματα προσώπου, να δίνουμε μεγαλύτερη προσοχή στο πώς αισθάνονται οι πνεύμονές μας και η κοινωνική απόσταση είναι γενικά χρήσιμα για τη διατήρηση της υγείας των πνευμόνων και μπορούν επίσης να συμβάλουν στη μείωση της έκθεσης στη σκόνη. Ο βαθμός στον οποίο μπορούμε όλοι να προσπαθήσουμε να μειώσουμε τις βλάβες και να προστατεύσουμε τους πνεύμονές μας θα συμβάλει στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης αρνητικών επιπτώσεων της COVID-19 καθώς και στη μείωση της αυτοέκθεσης στη σκόνη.
Οι συστάσεις της ΕΠΕ
Η Ένωση Πνευμονολόγων Ελλάδας με ανακοίνωσή της καλεί τους πολίτες, και ιδιαίτερα τα άτομα που ανήκουν στις ευάλωτες και ευαίσθητες ομάδες πληθυσμού, να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί λόγω της αυξημένης συγκέντρωσης Αφρικανικής σκόνης στην ατμόσφαιρα που πλήττει τις τελευταίες ώρες τη χώρα. Η Αφρικανική σκόνη περιέχει μεταφερόμενα σωματίδια τα οποία δύναται να ενσωματωθούν με γύρη, βακτήρια και μύκητες δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα τοξικό και επικίνδυνο μίγμα για τον ανθρώπινο οργανισμό και κυρίως για το αναπνευστικό σύστημα.
Τις ώρες με τις υψηλότερες συγκεντρώσεις σκόνης, τόσο οι άσκοπες μετακινήσεις όσο και η εξωτερική άθληση θα πρέπει να αποφεύγεται, ενώ συνιστάται η παραμονή σε καλά αεριζόμενους εσωτερικούς χώρους.
Σε εμφάνιση κλινικών συμπτωμάτων, όπως για παράδειγμα, δυσκολία στην αναπνοή, έντονου και ερεθιστικού βήχα με πιθανή απόχρεμψη, θωρακικού πόνου, επίμονου φτερνίσματος, δακρύρροιας και βράγχος φωνής τα άτομα θα πρέπει να αναζητήσουν άμεσα ιατρική βοήθεια και συμβουλή.
Ισχυρή σύσταση για τους ασθενείς που πάσχουν από χρόνια αναπνευστικά προβλήματα, όπως η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) και το βρογχικό άσθμα, εφόσον εμφανίσουν συμπτώματα συμβατά με παρόξυνση ή επιδείνωση της σταθερής πορείας της νόσου, να βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τον θεράποντα ιατρό τους, προς πιθανή τροποποίηση της φαρμακευτικής αγωγή τους και λήψη συμπληρωματικής ιατρικής φροντίδας.