Έρευνα σε 1.800 ασθενείς που αντιμετωπίζουν συστημικά αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα πραγματοποίησαν Βρετανοί μελετητές καταγράφοντας αυτοαναφερόμενα συμπτώματα ψυχικής υγείας. Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Rheumatology.
Οι συμμετέχοντες είχαν ήδη διαγνωσθεί με:
- Συστηματικό ερυθηματώδη λύκο
- Φλεγμονώδη αρθρίτιδα
- Αγγειίτιδα
- Σύνδρομο Sjögren
- Ρευματική πολυμαλγία
- Αδιαφοροποίητη νόσο του συνδετικού ιστού
- Μυοσίτιδα
- Συστηματική Σκλήρυνση
Σύμφωνα με τα συμπτώματα που ανέφεραν οι ασθενείς, εξακριβώθηκε ότι το 55% από αυτούς επιπλέον αντιμετώπιζαν κατάθλιψη και το 57% αγχώδεις διαταραχές.
Τρεις στους τέσσερις ασθενείς επισήμαναν δε, ότι σπάνια έως ποτέ οι θεράποντες ιατροί, τους είχαν κάνει οποιοαδήποτε ερώτηση σε σχέση με την κατάσταση της ψυχικής τους υγείας.
“Προς το παρόν φαίνεται να υπάρχει αυτό το καθεστώς σιωπής, με πολλούς γιατρούς να μην θέλουν να ρωτήσουν για την ψυχική υγεία και τους ασθενείς να μην αισθάνονται άνετα στο να αναφέρουν τυχόν συμπτώματα” λέει η επικεφαλής της μελέτης Melanie Sloan, από το τμήμα Δημόσιας Υγείας και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.
Τα κενά της διάγνωσης
Γιατί όμως οι ασθενείς αποφεύγουν να μιλήσουν στους γιατρούς τους για ανησυχητικά συμπτώματα που αφορούν στην ψυχική τους διάθεση;
Για τους περισσότερους πίσω από την απόφαση τους κρύβεται ο φόβος μιας λανθασμένης διάγνωσης, λένε οι μελετητές.
“Μέρος του προβλήματος είναι ότι οι ασθενείς αισθάνονται ότι οι γιατροί θέλουν να επικεντρωθούν μόνο σε ορατά σωματικά συμπτώματα, όχι σε ψυχιατρικές ανησυχίες” επισημαίνει η Melanie Sloan.
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι πολλοί ασθενείς με αυτοάνοσες ρευματικές διαταραχές συνήθως έχει χρειαστεί να επισκεφθούν μια σειρά γιατρών διάφορων ειδικοτήτων προτού τελικά λάβουν τη σωστή διάγνωση και θεραπεία.
“Ακόμη και μετά τη σωστή διάγνωση μιας συστηματικής αυτοάνοσης ρευματικής νόσου, έχουμε διαπιστώσει ότι οι ασθενείς σημαδεύονται ψυχολογικά από τις προηγούμενες αρνητικές ιατρικές εμπειρίες που είχαν και είναι πολύ δύσκολο να εμπιστευτούν και να ανοιχτούν για τα συμπτώματά τους, ιδιαίτερα όταν αυτά αφορούν σε θέματα ψυχικής υγείας” τονίζει η επικεφαλής ερευνήτρια της μελέτης.
Σε πολλές περιπτώσεις εξάλλου, οι ασθενείς εκφράζουν τον φόβο ότι η αναφορά τυχόν τέτοιων συμπτωμάτων μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα μια εσφαλμένη διάγνωση ενώ η διαπίστωση ότι αντιμετωπίζουν θέμα ψυχικής υγείας μπορεί να κάνει δύσπιστους τους θεράποντες ιατρούς τους απέναντι τους.
Τι αναφέρουν οι γιατροί
Στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας, οι μελετητές συνέλεξαν επίσης δεδομένα από 289 κλινικούς γιατρούς, συμπεριλαμβανομένων ρευματολόγων, νευρολόγων, ψυχιάτρων, παρόχων πρωτοβάθμιας περίθαλψης και γιατρών άλλων ειδικοτήτων που φρόντιζαν ασθενείς με ρευματολογικές νόσους.
Σε αντιδιαστολή με όσα είχαν πει οι συμμετέχοντες στην έρευνα ασθενείς, μόνο το 4% των κλινικών γιατρών απάντησαν ότι πράγματι δεν ρωτούν σχεδόν ποτέ τους ασθενείς τους για θέματα ψυχικής υγείας.
Και ενώ περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς δήλωναν ότι σπάνια ή ποτέ δεν αναφέρουν οι ίδιοι ψυχολογικές ανησυχίες που τους απασχολούν, οι γιατροί υποστήριζαν ότι αυτό αφορά μόνο περίπου το 10% των ασθενών τους και όχι περισσότερους.
Και όμως, λέει ο Michael Eriksen Benros, καθηγητής στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας και στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, τα ζητήματα ψυχικής υγείας πολύ συχνά παραβλέπονται. Οι ειδικοί στα ρευματικά νοσήματα έχουν την τάση να επικεντρώνονται στην γενική ιατρική κατάσταση παραλείποντας ζητήματα ψυχικής φύσεως που απαιτούν μια πιο ολιστική προσέγγιση του ασθενούς.
Αυτό όμως τελικά δυσχεραίνει τους πάσχοντες στην διαχείριση και των προβλημάτων που προκαλεί το ρευματικό νόσημα που αντιμετωπίζουν αφού τα προβλήματα ψυχικής υγείας συχνά παρεμβαίνουν αρνητικά με μεγάλη ένταση στην καθημερινή ποιότητα ζωής τους, καταλήγει ο Καθηγητής Benros.
Μπορεί η βελτίωση της σωματικής υγείας να διευκολύνει το θέμα των ψυχικών δυσλειτουργιών;
Σε πολλές περιπτώσεις η θεραπεία των συμπτωμάτων της νόσου βοηθά και στη βελτίωση της ψυχικής υγείας, σημειώνει ο Robert Dantzer, ειδικός νευροανοσολογίας στο Χιούστον του Τέξας.
“Οι περισσότεροι γιατροί πιστεύουν ότι η θεραπεία της νόσου θα αντιμετωπίσει τα συμπτώματα των ασθενών και αυτή η πεποίθηση ενισχύεται πιθανώς από τα αποτελέσματα κλινικών δοκιμών που στοχεύουν νευροψυχολογικά συμπτώματα - κυρίως κόπωση και κατάθλιψη - σε αυτοάνοσες διαταραχές και δείχνουν βελτίωση των συμπτωμάτων στις περισσότερες περιπτώσεις” τονίζει ο Robert Dantzer.
Σε κάθε περίπτωση οι ειδικοί συμβουλεύουν τους ασθενείς όταν έχουν ανησυχίες για την κατάσταση της ψυχικής τους υγείας, να γίνονται όσο το δυνατόν πιο λεπτομερείς μιλώντας στους γιατρούς τους για το πώς αισθάνονται.
Κατάθλιψη και άγχος συναντώνται αρκετά συχνά σε ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα, λένε οι ειδικοί, προσθέτοντας ότι υπάρχουν “όπλα” στην φαρέτρα των γιατρών που μπορούν να βοηθήσουν.
Πηγή: EveryDay Health