Σε μεγάλη πανελλαδική επιδημιολογική μελέτη που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια εθνικής έρευνας για τη διατροφή & φυσική άσκηση προσδιορίστηκε ο επιπολασμός, αλλά και η σχέση των Διατροφικών Συνηθειών και της Φυσικής Δραστηριότητας με την Κεντρική Παιδική Παχυσαρκία. Η συγκεκριμένη μελέτη διενεργήθηκε από ερευνητική ομάδα του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου με επικεφαλής το διατροφολόγο κ. Δημήτρη Γρηγοράκη, υπό την επίβλεψη του Καθηγητή κ. Λάμπρου Συντώση και δημοσιεύθηκε στο έγκυρο διεθνές περιοδικό European Journal of Nutrition, τον Αύγουστο του 2015 (Grigorakis DA, Georgoulis M, Psarra G, Tambalis KD, Panagiotakos DB, Sidossis LS (2015). Prevalence and lifestyle determinants of central obesity in children. Eur J Nutr, Aug 2).
Ως κεντρικού τύπου παχυσαρκία στα παιδιά ορίζεται η συγκέντρωση σωματικού λίπους στην περιοχή της κοιλιάς, η οποία λόγω της φλεγμονώδους φύσης του κοιλιακού λίπους μπορεί να επιφέρει σοβαρούς κινδύνους στην υγεία.
Τα τελευταία ερευνητικά δεδομένα αναφέρουν ότι η κεντρική παιδική παχυσαρκία αποτελεί ισχυρότερο παράγοντα κινδύνου – σε σχέση με τη «γενική» παιδική παχυσαρκία – κυρίως για διαταραχές του μεταβολισμού και καρδιομεταβολικές παθήσεις, συμπεριλαμβανομένων του σακχαρώδους διαβήτη και των καρδιαγγειακών νοσημάτων σε παιδιά.
Σε ένα μεγάλο πανελλαδικό δείγμα 124.133 μαθητών (49,2% κορίτσια), τα οποία φοιτούσαν στην 3η (49.2%) και 5η τάξη (50.8%) των δημοτικών σχολείων της Ελλάδας (~91% των συνολικών μαθητών) με μέση ηλικία 9,9±1,1 έτη, προσδιορίστηκαν ο επιπολασμός της κεντρικής παιδικής παχυσαρκίας και οι συνήθειες του τρόπου ζωής (διατροφική συμπεριφορά και φυσική δραστηριότητα) που σχετίζονται με την κεντρική παιδική παχυσαρκία.
Η κεντρική παιδική παχυσαρκία αξιολογήθηκε με τον δείκτη WHtR (λόγος της Περιμέτρου Μέσης / ύψος) και βρέθηκε ότι το ποσοστό των παιδιών που πληρούν το κριτήριο για κεντρικού τύπου παχυσαρκία αυξάνεται με την αύξηση στην κατηγορία του ΔΜΣ (Δείκτη Μάζας Σώματος).
Σύμφωνα με την κατωφλικές τιμές που προτείνει ο IOTF για τις διάφορες κατηγορίες του ΔΜΣ και τον προσδιορισμό της τιμής του WHtR>0,5 (διεθνές κατωφλικό σημείο κεντρικής παιδικής παχυσαρκίας), ο συνολικός επιπολασμός της κεντρικής παχυσαρκίας ήταν 33,4% επί του συνολικού δείγματος των μαθητών της μελέτης και ήταν σημαντικά υψηλότερος στα αγόρια παρά στα κορίτσια: 36% και 30,7%, αντίστοιχα p 0,001 (Πίνακας 1).
Επιπλέον, η κεντρική παχυσαρκία ήταν παρούσα στη συντριπτική πλειοψηφία των παχύσαρκων παιδιών (δηλαδή 95%), σε περισσότερα από τα 2/3 των υπέρβαρων παιδιά (δηλαδή 69.5%) και σε 12,0% αυτών με φυσιολογικό βάρος. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός (Σχήμα 2) ότι το 75% των υπέρβαρων αγοριών πληροί το κριτήριο για κεντρικού τύπου παχυσαρκία σε σύγκριση με το 64% των υπέρβαρων κοριτσιών (p0,001). Τ
α αγόρια εξακολουθούσαν να κατέχουν την πρώτη θέση και στην κατηγορία των παχύσαρκων, η διαφορά όμως δεν ήταν τόσο εμφανής (96,3% έναντι 93,5%, p=0,01). Και στα δύο φύλα, ο WHtR συσχετίζεται ισχυρά με το σωματικό βάρος (αγόρια: r=0,62, τα κορίτσια: r = 0,52, και τα δύο p0,001) και τον ΔΜΣ (αγόρια: r=0.76, τα κορίτσια: r=0,72, και τα δύο p 0,001).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις διαθέσιμες ερευνητικές πληροφορίες σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ελλάδα συγκεντρώνει το υψηλότερο ποσοστό των παιδιών με κεντρική παχυσαρκία. Συγκεκριμένα, οι πέντε πρώτες χώρες στην παγκόσμια κατάταξη είναι: Ελλάδα με 33,4% (Grigorakis et al. 2015), Η.Π.Α. με 32,9% (Xi et al. 2014, ), Πορτογαλία με 23,8% (Albuquerque et al. 2012), Ισπανία με 21,3% (Schroder et al. 2014), Αυστραλία με 18,3% (Garnett et al. 2011).
Στη συνέχεια ακολούθησε η χρωματική απεικόνιση των περιοχών της Ελλάδας σύμφωνα με τα ποσοστά συγκέντρωσης της κεντρικής παιδικής παχυσαρκίας και τα αποτελέσματα περιγράφονται στον ακόλουθο χάρτη.
Στο χάρτη απεικονίζονται τα ποσοστά κεντρικής παιδικής παχυσαρκίας, στην Ελλάδα ανά νομό. Εμφανώς, η Ρόδος, η Κως, η Κάλυμνος, η Χίος, και οι νομοί Κιλκίς Χανίων και Ρεθύμνου (κόκκινες περιοχές) αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα συγκέντρωσης κεντρικά παχύσαρκων παιδιών (>45%). Ακολουθούν και άλλοι νομοί με αυξημένο πρόβλημα (πορτοκαλί περιοχές), όπως Ηρακλείου, Ροδόπης, Φλώρινας και Λευκάδας συγκεντρώνοντας ποσοστά 42-45% κεντρικά παχύσαρκων παιδιών.
Διατροφικές συνήθειες και Κεντρική Παιδική Παχυσαρκία
Στα πλαίσια της παρούσας έρευνας στη συνέχεια αξιολογήθηκαν οι διατροφικές συνήθειες και τρόπος ζωής του συνόλου των μαθητών 3ης και 5ης τάξης, στρωματοποιημένων από την παρουσία της κεντρικής παχυσαρκίας.
Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται στον Πίνακα 2. Τα παιδιά με κεντρική παχυσαρκία σε σύγκριση με εκείνα με μη-κεντρική παχυσαρκία ανέφεραν φτωχότερες διατροφικές συνήθειες, κυρίως όσον αφορά τη μείωση της συχνότητας κατανάλωσης πρωινού γεύματος, τη λιγότερο συχνή κατανάλωση μικρογευματιδίων και τη μειωμένη συνολική συχνότητα γευμάτων (όλα τα p0,001).
Διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων -αν και όχι τόσο ισχυρές- παρατηρήθηκαν επίσης σε άλλες διατροφικές συνήθειες, όπως η ποιότητα του πρωινού, των μικρογευμάτων και η κατανάλωση φρούτων – λαχανικών.
Σωματική δραστηριότητα και κεντρική παιδική παχυσαρκία
O συνήθειες του τρόπου ζωής των παιδιών σε σχέση με τη σωματική τους δραστηριότητα, στρωματοποιημένων από την παρουσία της κεντρικής παχυσαρκίας, παρουσιάζονται στον Πίνακα 3.
Τα παιδιά με κεντρική παχυσαρκία σε σύγκριση με εκείνα με μη-κεντρική παχυσαρκία ανέφεραν μικρότερη συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες, χαμηλότερη συχνότητα συμμετοχής σε ενεργά παιχνίδια και κυρίως υψηλή συμμετοχή σε καθιστικές δραστηριότητες (όλα τα p0,001).
Μεταξύ των πλεονεκτημάτων της παρούσας μελέτης συγκαταλέγεται το υψηλό δείγμα των παιδιών που χρησιμοποιήθηκε και το οποίο αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα που έχουν μελετηθεί στη χώρα μας.
Η συγκεκριμένη μελέτη επίσης είναι μία από τiς πρώτες στον ελλαδικό χώρο που ερευνά διεξοδικά τη σχέση των διατροφικών συνηθειών, της φυσικής δραστηριότητας με την κεντρική παιδική κεντρική παχυσαρκία.
Αντίθετα, ως επιδημιολογική μελέτη διέπεται από τους περιορισμούς των μελετών παρατήρησης, συμπεριλαμβανομένης της απουσίας αιτιολογικών σχέσεων και της δυνατότητας γενίκευσης των αποτελεσμάτων.
Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας δείχνουν ότι σε συνέχεια των υψηλών ποστοστών της «γενικής» παχυσαρκίας στα παιδιά που παρουσιάζει η χώρα μας, ο επιπολασμός της κεντρικής παιδικής παχυσαρκίας είναι πολύ υψηλός μεταξύ των ελλήνων μαθητών.
Σε ορισμένες συνήθειες του τρόπου ζωής των παιδιών όπως είναι η συχνότητα λήψης πρωινού γεύματος και κατανάλωσης μικρογευματιδίων, μαζί με το βαθμό συμμετοχής σε καθιστικές δραστηριότητες, θα πρέπει να δοθεί απαραίτητη προσοχή ώστε να αποτελέσουν συστατικά στρατηγικών παρεμβάσεων της πολιτείας με στόχο την πρόληψη της κεντρικής παιδικής παχυσαρκίας, προς όφελος της δημόσιας υγείας.