Τα δεδομένα υποστηρίζουν την ασφάλεια του μοντέλου αυτού και ανοίγουν το δρόμο για μελλοντικές μελέτες τέτοιου είδους για τη δοκιμή νέων εμβολίων και φαρμάκων κατά της COVID-19. Η Open Orphan τρέχει το συγκεκριμένο project, το οποίο εκκίνησε τον περασμένο Φλεβάρη, μαζί με το Imperial College London, το Britain's vaccines task force και το Orphan's clinical company hVIVO.
Οι επιστήμονες χρησιμοποιούν δοκιμές «ανθρώπινης πρόκλησης» εδώ και δεκαετίες για να μάθουν περισσότερα για ασθένειες, όπως η ελονοσία, η γρίπη, ο τύφος, η χολέρα και για να αναπτύξουν θεραπείες και εμβόλια κατά τους.
Η δοκιμή Imperial εξέθεσε 36 υγιείς άντρες και γυναίκες ηλικίας 18-29 ετών στο αρχικό στέλεχος του SARS-CoV-2 και τους παρακολουθούσε. Τα συγκεκριμένα άτομα θα παρακολουθούνται έως και 12 μήνες μετά το τέλος της δοκιμής. Δεν παρατηρήθηκαν σοβαρές παρενέργειες και το μοντέλο μελέτης «ανθρώπινης δοκιμής» αποδείχθηκε ασφαλές και καλά ανεχτό σε νέους υγιείς ενήλικες, ανέφερε η εταιρεία.
«Τα άτομα σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα θεωρείται ότι καθοδηγούν την πανδημία και αυτές οι μελέτες, που είναι αντιπροσωπευτικές της ήπιας λοίμωξης, επέτρεπαν την λεπτομερή εξερεύνηση των παραγόντων που είναι υπεύθυνοι για τη μόλυνση και τη διάδοση της πανδημίας» είπε ο Chris Chiu, επικεφαλής ερευνητής στη δοκιμή και καθηγητής μολυσματικών ασθενειών στο Imperial.
Οι ερευνητές του Imperial είπαν ότι τώρα σχεδίαζαν να ξεκινήσουν μία παρόμοια μελέτη χρησιμοποιώντας το στέλεχος Δέλτα και θα μοιραστούν το πλαίσιο εργασίας τους σε όλο τον κόσμο για να επιτρέψουν παρόμοια έρευνα.
Αποτελέσματα μελέτης: Η περίοδος επώασης είναι 2 μέρες
Τα αποτελέσματα της μελέτης Imperial, δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί από ομοτίμους, παρέχουν ορισμένες κλινικές πληροφορίες που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν νέες πολιτικές για τη δημόσια υγεία.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα συμπτώματα αρχίζουν να αναπτύσσονται κατά μέσο όρο περίπου δύο ημέρες μετά την επαφή με τον ιό, ανέφερε το Imperial. Αυτό το διάστημα είναι πιο μικρό από την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι ο ιός έχει περίοδο επώασης περίπου πέντε ημερών.
Η μόλυνση εμφανίζεται πρώτα στο λαιμό. Ο μολυσματικός ιός κορυφώνεται περίπου πέντε ημέρες μετά τη μόλυνση, που είναι επίσης όταν συνήθως παρατηρούνται τα πιο σημαντικά συμπτώματα, είπαν οι ερευνητές. Σε αυτό το στάδιο, ο ιός είναι σημαντικά πιο άφθονος στη μύτη από τον λαιμό.
Διαπίστωσαν επίσης ότι τα rapid test ήταν ένας αξιόπιστος δείκτης για το εάν υπήρχε μολυσματικός ιός και επομένως το άτομο ήταν πιθανό να μπορεί να μεταδώσει τον ιό. Οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν ζωντανό ιό στη μύτη τους για 6,5 ημέρες κατά μέσο όρο, είπαν.
Δε νόσησαν όλοι οι εθελοντές που εκτέθηκαν στον ιό
Δεκαοκτώ εθελοντές μολύνθηκαν, 16 από τους οποίους ανέπτυξαν ήπια έως μέτρια συμπτώματα κρυολογήματος, όπως βουλωμένη μύτη ή καταρροή, φτέρνισμα και πονόλαιμο, είπε το Imperial. Μερικοί εμφάνισαν πονοκεφάλους, πόνους στους μύες/αρθρώσεις, κόπωση και πυρετό. Κανένας δεν εμφάνισε σοβαρά συμπτώματα.
Δεκατρείς μολυσμένοι εθελοντές έχασαν προσωρινά την όσφρησή τους, αλλά αυτό επανήλθε μέσα σε 90 ημέρες σε όλους τους συμμετέχοντες εκτός από τρεις – οι υπόλοιποι συνεχίζουν να παρουσιάζουν βελτίωση μετά από τρεις μήνες.
Δεν παρατηρήθηκαν αλλαγές στους πνεύμονές τους ή σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες. Μόνο ένα άτομο είχε παρατεταμένα συμπτώματα κατά έξι μήνες - μια ελαφρώς μειωμένη αίσθηση όσφρησης που βελτιωνόταν.
Η δοκιμή χρησιμοποίησε τη χαμηλότερη δόση που απαιτείται για τη μόλυνση ανθρώπων, αν και η ομάδα είπε ότι ήταν συγκρίσιμη με τις λοιμώξεις του πραγματικού κόσμου. Οι επιστήμονες θα μελετήσουν τώρα άλλα στοιχεία από τη δοκιμή, συμπεριλαμβανομένης της διερεύνησης γιατί οι 16 από τους 34 συμμετέχοντες στην τελική ανάλυση δεν μολύνθηκαν παρά την έκθεση. Μερικοί είχαν ανιχνεύσιμο ιό στη μύτη τους, αλλά δεν βγήκαν θετικοί δύο φορές σε τεστ PCR, το όριο που χρησιμοποίησε η ομάδα για επιβεβαιωμένη μόλυνση.
ΠΗΓΗ: Reuters