Η ανάδυση των πιο μεταδοτικών μεταλλάξεων του κορονοϊού έχει πυροδοτήσει τη διασπορά μίας σειράς fake news για τα εμβόλια COVID. Οι αντιεμβολιαστές και οι αρνητές ισχυρίζονται ότι η παρασκευή των εμβολίων και οι εμβολιασμοί κατ΄επέκταση ίσως οδήγησαν στην εμφάνιση των πιο επικίνδυνων παραλλαγών του ιού. Αυτό έχει ισχυριστεί μεταξύ άλλων και το γερμανικό μικρό κόμμα "Die Basis", διαδίδοντας τη συγκεκριμένη θεωρία στα «social media.
Προτού εξηγήσουμε τι ισχύει είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τον τρόπο λειτουργίας των ιών και το τρόπο που μεταλλάσσονται.
Πώς προκύπτουν οι μεταλλάξεις;
Οι ιοί μεταφέρουν τις γενετικές τους πληροφορίες σε ένα κύτταρο ξενιστή για να πολλαπλασιαστούν. Με κάθε αναπαραγωγή, υπάρχουν μικρά σφάλματα αντιγραφής και κάθε ένα από αυτά τα σφάλματα αλλάζει επίσης τον γενετικό κώδικα του ιού. Συνεπώς μεταβάλλεται συνεχώς και αυτό είναι πολύ φυσιολογικό.
Μερικές φορές αυτές οι μεταλλάξεις κάνουν τον ιό πιο αποτελεσματικό, για παράδειγμα, επιτρέποντάς του να αποφύγει ανοσολογικές αντιδράσεις όπως αυτές που προκαλούνται από εμβολιασμούς ή προηγούμενη ασθένεια. Μερικές φορές κάνουν τον ιό λιγότερο αποτελεσματικό, δηλαδή τον αποδυναμώνουν. Και συχνά δεν έχουν καθόλου αποτέλεσμα.
Στην εξέλιξη των μεταλλαγμένων ιών, ισχύουν τα ακόλουθα: Η ισχυρότερη παραλλαγή επικρατεί. Στην περίπτωση του κορονοϊού, αυτό σημαίνει ότι οι παραλλαγές που είναι πιο μολυσματικές, για παράδειγμα, καταστέλλουν τις λιγότερο επικίνδυνες μορφές του ιού.
Απίθανο τα εμβόλια να προκαλέσουν τις μεταλλάξεις του ιού
Ο ιολόγος Friedemann Weber από το Πανεπιστήμιο Justus Liebig στη δυτική γερμανική πόλη Giessen μιλώντας στην Deutsche Welle (DW) ανέφερε ότι δεν ήταν οι εμβολιασμένοι που προκάλεσαν νέες μεταλλάξεις και παραλλαγές διαφυγής, αλλά οι μη εμβολιασμένοι: «Ήταν οι μολυσμένοι άνθρωποι που παρείχαν ένα γόνιμο έδαφος για το νέο στέλεχος» είπε.
Μια ματιά στην Ινδία (Δέλτα), τη Βραζιλία (Γάμα) και τη Νότια Αφρική (Βήτα) δείχνει ακριβώς αυτό, είπε. Σύμφωνα με τον Weber, εκεί προέκυψαν οι μεταλλάξεις που είναι πλέον διαδεδομένες. Σε αυτές τις περιοχές το ποσοστό των ατόμων που εμβολιάστηκαν ήταν πολύ χαμηλός όταν εμφανίστηκαν οι μεταλλάξεις. Ο κορονοϊός ήταν ευρέως διαδεδομένος και στις τρεις χώρες τη στιγμή που πιθανώς εμφανίστηκαν οι μεταλλάξεις. Αυτό παρέχει ιδανικές συνθήκες για νέες μεταλλάξεις, δήλωσε ο Weber, επειδή ο ιός χρησιμοποιεί το εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα σε πολλούς μολυσμένους ανθρώπους για να προσαρμοστεί καλύτερα και να παρακάμψει το ανοσοποιητικό σύστημα.
Ο ισχυρισμός ότι τα εμβόλια είναι υπεύθυνα για τις μεταλλάξεις φαίνεται να είναι τουλάχιστον παραπλανητικός εάν κοιτάξετε τις χώρες με υψηλές αναλογίες εμβολιασμένων ατόμων: Εάν οι εμβολιασμοί αύξησαν μαζικά την πιθανότητα μετάλλαξης ιού, τότε νέες μεταλλάξεις ιών θα εμφανίζονταν ήδη σε χώρες όπως το Ισραήλ ή το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου πολλοί άνθρωποι έχουν ήδη λάβει τσιμπήματα είπε ο Weber
«Αλλά αυτό δεν συμβαίνει καθόλου. Οι μεταλλάξεις του ιού λαμβάνουν χώρα ακριβώς σε εκείνες τις περιοχές όπου δεν υπάρχει ακόμη υψηλό ποσοστό εμβολιασμού και ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων συναντιούνται σε ένα μέρος με πολύ κόσμο» είπε στην DW.
Τα χαρακτηριστικά παραδείγματα της Δέλτα και της Άλφα
Είναι αδύνατο τα εμβόλια να προκάλεσαν τη διασπορά της σημερινής επικρατούσας μετάλλαξης Δέλτα (ινδική), η οποία θεωρείται 100% πιο μεταδοτική από το αρχικό κινέζικο στέλεχος.
Η συγκεκριμένη μετάλλαξη του ιού εντοπίστηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2020 στην πολιτεία της Ινδίας, Maharashtra. Ο πρώτος άνθρωπος που εμβολιάστηκε κατά του κορονοϊού, το έπραξε τον Γενάρη του 2021, 3 μήνες μετά την ανάπτυξη της μετάλλαξης Δέλτα. Επομένως, το επιχείρημα των αντιεμβολιαστών καταρρίπτεται.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τη μετάλλαξη Άλφα (βρετανική μετάλλαξη). To πρώτο δείγμα της βρετανικής μετάλλαξης (B.1.1.7) συλλέχθηκε στο Κεντ, στις 20 Σεπτεμβρίου. Το δεύτερο βρέθηκε στο Λονδίνο μία μέρα αργότερα.
Εκείνη την περίοδο τα εμβόλια βρίσκονταν ακόμη σε στάδιο κλινικών δοκιμών. Θυμίζουμε ότι η πρώτη δόση εμβολίου στο Ηνωμένο Βασίλειο χορηγήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 2020. Ας σημειωθεί ότι μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου, το στέλεχος είχε εντοπιστεί σε πάνω από 16 χιλιάδες δείγματα.
ΠΗΓΗ: DW