Αν και μελέτες είχαν υποδείξει ότι οι συγκεκριμένοι ασθενείς έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες κατάγματος εξαιτίας της οστεοπόρωσης που προκαλούν τα εν λόγω φάρμακα, μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο The Journal of Allergy and Clinical Immunology: In Practice το αμφισβητεί.
Δείχνει ότι το έκζεμα αυξάνει τον κίνδυνο καταγμάτων και μέσω άλλων μηχανισμών, όπως είναι για παράδειγμα η χρόνια φλεγμονή, η διατροφή, η σωματική δραστηριότητα και οι διαταραχές ύπνου.
«Το έκζεμα είναι μια συχνή φλεγμονώδης δερματική νόσος που επηρεάζει έως και το 10% των ενηλίκων. Αναφέρεται επίσης ως ατοπική δερματίτιδα και προκαλεί σημαντική νοσηρότητα με τον κνησμό, τον πόνο, το άγχος, τις διαταραχές του ύπνου και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση να συμβάλλουν στη μειωμένη ποιότητα ζωής των ασθενών. Αυτή η χρόνια νόσος έχει συσχετιστεί με οστεοπενία και οστεοπόρωση, ιδίως στους ηλικιωμένους ασθενείς.
Μελέτες έχουν αναφέρει ότι όσοι πάσχουν από έκζεμα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για κατάγματα ισχίου, λεκάνης, σπονδυλικής στήλης και καρπού, λόγω μειωμένης οστικής πυκνότητας. Ο κίνδυνος είναι ανάλογος της σοβαρότητας της νόσου», εξηγεί ο Δερματολόγος - Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Δεδομένων των σοβαρών επιπτώσεων που μπορούν να έχουν τα οστεοπορωτικά κατάγματα, τα οποία σχετίζονται με αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα, και του μεγάλου πληθυσμού που πάσχει από ατοπική δερματίτιδα, η εύρεση των λόγων που οι ασθενείς κινδυνεύουν από κάταγμα και η αποφυγή τους μπορεί να τους προστατεύσει.
Αυτό ήταν το κίνητρο μιας ομάδας ερευνητών από τη Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ - η κατανόηση των μηχανισμών πίσω από τη συσχέτιση μεταξύ εκζέματος και
κατάγματος.
Προηγούμενη μελέτη τους έδειξε ότι οι άνθρωποι με έκζεμα έχουν 10% υψηλότερο κίνδυνο κατάγματος από εκείνους χωρίς τη δερματική νόσο, ενώ ο κίνδυνος αυξάνεται σημαντικά στα άτομα με σοβαρή μορφή ατοπικής δερματίτιδας (π.χ. ο κίνδυνος κατάγματος της σπονδυλικής στήλης ήταν υπερδιπλάσιος συγκριτικά με εκείνα που δεν είχαν έκζεμα).
Παρόλο που οι τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες για τη θεραπεία του εκζέματος αποθαρρύνουν τη χρήση κορτικοστεροειδών από το στόμα, στην πράξη δεν ακολουθούνται.
Επομένως, πιθανολόγησαν ότι η λήψη κορτικοστεροειδών από το στόμα για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων εξηγεί τον κίνδυνο κατάγματος.
Διεξήγαγαν μια μελέτη χρησιμοποιώντας αρχεία πρωτοβάθμιας περίθαλψης και εισαγωγών σε νοσοκομεία από το 1998 έως το 2016 στο Ηνωμένο Βασίλειο, εντοπίζοντας πάνω από μισό εκατομμύριο άτομα με έκζεμα, συγκεκριμένα 525.923.
Συμπεριέλαβαν στη μελέτη τους και 2.562.334 άτομα χωρίς τη δερματοπάθεια. Οι συμμετέχοντες και στις δύο ομάδες είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά, όσον αφορά την ηλικία, το φύλο, τον Δείκτη Μάζας Σώματος, τη χρήση καπνού, κ.ά. Τα άτομα με έκζεμα είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν άσθμα (27,7% έναντι 15%) και τουλάχιστον 1 συνταγή για λήψη κορτικοστεροειδών από το στόμα (27,8% έναντι 14,1%).
Διαπιστώθηκε ότι πράγματι υπάρχει συσχετισμός μεταξύ ατοπικής δερματίτιδας και μείζονος σημασίας οστεοπορωτικών καταγμάτων. Ωστόσο, από την προσαρμογή των αναλύσεων για τη χρήση από του στόματος χορηγούμενων κορτικοστεροειδών δεν φάνηκε να έχουν τόσο μεγάλη σημασία στην πιθανότητα κατάγματος. Έτσι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο αυξημένος κίνδυνος κατάγματος σε άτομα με έκζεμα δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από τη χρήση των συγκεκριμένων φαρμάκων από το στόμα.
Ισχυρίζονται ότι η δερματοπάθεια αυξάνει τον κίνδυνο καταγμάτων μέσω άλλων μηχανισμών, όπως για παράδειγμα η χρόνια φλεγμονή, η διατροφή, η σωματική δραστηριότητα ή τα προβλήματα ύπνου.
Πιο συγκεκριμένα, η σχέση μεταξύ εκζέματος και κατάγματος μπορεί να οφείλεται σε χρόνια φλεγμονή που σχετίζεται με το έκζεμα, στην αλλαγή της διατροφής που συνδέεται με τροφικές δυσανεξίες ή στην αποφυγή σωματικής δραστηριότητας (επειδή η εφίδρωση επιδεινώνει τα συμπτώματα του εκζέματος) οδηγώντας σε οστεοπόρωση και τελικά σε κατάγματα.
Άλλες πιθανές εξηγήσεις για τον αυξημένο κίνδυνο κατάγματος είναι τα αυξημένα ποσοστά χρήσης αλκοόλ ή η χρήση
κατασταλτικών αντιισταμινικών που οδηγούν σε πτώσεις.
«Η σημαντική αύξηση του κινδύνου καταγμάτων της σπονδυλικής στήλης, του ισχίου και της λεκάνης σε άτομα με σοβαρή ατοπική δερματίτιδα είναι ιδιαίτερα
ανησυχητική. Η βιβλιογραφία δείχνει ότι τα από του στόματος κορτικοστεροειδή θα πρέπει να χορηγούνται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αν και αυτό δεν εξασφαλίζει τη
μείωση του κινδύνου κατάγματος, σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης.
Εξάλλου υπάρχουν αρκετές άλλες θεραπείες για τον έλεγχο των συμπτωμάτων. Εκτός από τα τοπικά κορτικοστεροειδή, έχουμε στη διάθεσή μας τους ανταγωνιστές καλσινευρίνης, κρέμες που ελέγχουν τη φλεγμονή και άλλες που συμβάλουν στην αποκατάσταση του δέρματος.
Σε περιπτώσεις λοιμώξεων χρησιμοποιούνται αντιβιοτικά και για τον έλεγχο του κνησμού αντιισταμινικά.
Σημαντικά οφέλη προσφέρει και η φωτοθεραπεία, καθώς μειώνει την ανάγκη για κορτικοστεροειδή, ανακουφίζει από τον κνησμό, προλαμβάνει μολύνσεις και επιταχύνει την επούλωση.
Ωστόσο, επειδή η ατοπική δερματίτιδα μπορεί να είναι επίμονη και δύσκολο να ελεγχθεί, καλό είναι να λαμβάνονται μέτρα που συμβάλλουν στην ύφεση των συμπτωμάτων, όπως η αποφυγή παραγόντων που ερεθίζουν το δέρμα όταν έρχονται σε επαφή με αυτό», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.