Η Οστεοπόρωση είναι ένα χρόνιο ασυμπτωματικό νόσημα, το οποίο σχετίζεται με μείωση της οστικής μάζας, διαταραχή της αρχιτεκτονικής του οστού και οστική ευθραυστότητα, αυξημένο δηλαδή κίνδυνο οστικού κατάγματος. Η πιο συχνή μορφή είναι η μετεμμηνοπαυσιακή (εμφάνιση μετά την εμμηνόπαυση), ενώ λιγότερο συχνά εμφανίζονται και περιστατικά γεροντικής (>75 έτη, και στους άνδρες) ή φαρμακευτικής (πχ κορτιζόνη) οστεοπόρωσης, όπως και άλλες μορφές (πχ ιδιοπαθής )
Η οστική μάζα στις γυναίκες, είναι γενικά μικρότερη από ότι στους άνδρες. Από την ηλικία των 20 ετών και μέχρι και την προ-εμμηνοπαυσιακή περίοδο, παραμένει σε μεγάλο βαθμό σταθερή, λόγω δυναμικής ισορροπίας στη λειτουργία (remodeling) των κυττάρων του οστού, δηλαδή των οστεοβλαστών (κύτταρα υπεύθυνα για την παραγωγή οστού) και των οστεοκλαστών (κύτταρα υπεύθυνα για απορρόφηση οστού)
Η παρουσία οιστρογόνων, κατά την αναπαραγωγική περίοδο, (όσο η γυναίκα έχει έμμηνο ρύση) σχετίζονται με :
α) ανασταλτικές (αρνητικές) δράσεις στην διαφοροποίηση (ενεργοποίηση) των οστεοκλαστών (κύτταρα που απορροφούν οστό)
β) ανασταλτικές δράσεις στις περιοχές οστικής αναδόμησης (περιοχές που γίνεται απορρόφηση οστού) – οστεοκύτταρα
γ) ευεργετικές δράσεις στους οστεοβλάστες (κύτταρα που παράγουν οστό)
Η εμμηνόπαυση συνοδεύεται από απώλεια οιστρογόνων για τη γυναίκα, άρα και από απουσία πλέον των ευεργετικών αυτών δράσεων στο οστό. Κάτι τέτοιο σημαίνει μεγαλύτερη οστική απορρόφηση, προοδευτική μείωση της οστικής μάζας και σε εύλογο χρονικό διάστημα, σε κάποιες γυναίκες, όχι σε όλες, οστεοπόρωση και αυξημένος κίνδυνος κατάγματος. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο γυναίκες με πρώιμη εμμηνόπαυση (45 έτη) ή με έλλειψη τέτοιων ορμονών για μεγάλο διάστημα της ζωής τους βρίσκονται σε πιο αυξημένο κίνδυνο για οστεοπόρωση. Άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες για οστεοπόρωση είναι η ηλικία της γυναίκας (οστεοπόρωση εμφανίζεται μόλις στο 15% των γυναικών στην δεκαετία των 50 ετών, αλλά στο 70% μετά τα 80 έτη), η λευκή φυλή, χαμηλό σωματικό βάρος και ύψος, η μειωμένη φυσική δραστηριότητα, ιστορικό κατάγματος στην ίδια ή στους γονείς, κάπνισμα, μακροχρόνια λήψη κορτιζόνης, χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα κα.
Λογικά, χορήγηση οιστρογόνων στη φάση της εμμηνόπαυσης θα μπορούσε να έχει ευεργετική δράση και αυτό έχει στο παρελθόν δοκιμασθεί και έχει αποδειχθεί βελτίωση της οστικής πυκνότητας με μείωση του καταγματικού κινδύνου. Η παρέμβαση όμως αυτή σχετίστηκε στην πορεία με αύξηση του κινδύνου για καρκίνο μαστού και ενδομητρίου ή του κινδύνου θρομβώσεων και για τον λόγο αυτό η θεραπευτική αυτή πρακτική έχει πλέον εγκαταλειφθεί.
Όλες οι γυναίκες σε εμμηνόπαυση θα πρέπει με ελεγχθούν με τη μέθοδο DEXA για πιθανή οστεοπόρωση μετά την ηλικία των 65 ετών. Πιο πριν ελέγχονται ειδικές ομάδες ασθενών. Εφόσον διαγνωσθεί οστεοπόρωση (Tscore -2,5 ) ή οστική ευθραυστότητα (οστεοπενία με αυξημένο καταγματικό κίνδυνο, με βάση το εργαλείο FRAX), και εφόσον αποκλεισθεί υποκείμενο αίτιο (απαιτείται κάποιος βασικός αιματολογικός έλεγχος), η ασθενής θα πρέπει να λάβει αγωγή (αντι-οστεοκλαστικό ως 1ης γραμμής) σε συνδυασμό πάντα με ασβέστιο & βιταμίνη D3. Σε πρόδρομα στάδια οστεοπόρωσης (οστεοπενία χωρίς ευθραυστότητα – πρόληψη οστεοπόρωσης) δυστυχώς δε υπάρχουν σοβαρές παρεμβατικές επιλογές, δεν απαιτείται πάντως κάποια θεραπεία.