Η μελέτη δείχνει ότι σε ένα ζευγάρι ο κανόνας τείνει να είναι η ανθυγιεινή συμπεριφορά του ενός συζύγου ή συντρόφου να αντανακλάται και στον άλλο, αργά ή γρήγορα. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τον τρόπο διατροφής και τη σωματική δραστηριότητα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια Σάμια Μόρα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Νοσοκομείου Brigham & Women’s της Βοστώνης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «JAMA Network Open», ανέλυσαν σε βάθος πενταετίας στοιχεία για 5.364 ζευγάρια, χωρίζοντάς τα σε κατηγορίες (ιδανική-ενδιάμεση-κακή) ανάλογα με τους παράγοντες κινδύνου και τη συμπεριφορά καθενός (κάπνισμα, σωματική δραστηριότητα, υγιεινή διατροφή), καθώς επίσης μία σειρά από δείκτες (δείκτης μάζας σώματος, χοληστερίνη, αρτηριακή πίεση, σάκχαρο κ.ά.).
Διαπιστώθηκε ότι σε περισσότερα από τα μισά ζευγάρια οι σύντροφοι μοιράζονταν όλους τους παράγοντες κινδύνου και τις ανθυγιεινές συμπεριφορές. Όταν το ένα μέλος του ζευγαριού ανήκε στην «ιδανική» κατηγορία, τότε και το δεύτερο μέλος ήταν πιθανότερο να ανήκει στην ίδια κατηγορία. Στο 79% των ζευγαριών και τα δύο μέλη ανήκαν στη μη ιδανική κατηγορία (ενδιάμεση ή κακή).
Η έκπληξη στην έρευνα
Όταν ο ένας σύντροφος κόβει το τσιγάρο, χάνει βάρος, αρχίζει να ασκείται περισσότερο ή βελτιώνει τη διατροφή του, τότε και ο άλλος είναι πολύ πιθανότερο να κάνει το ίδιο. Από την άλλη, όμως, στη διάρκεια της πενταετούς μελέτης διαπιστώθηκε ότι η υγεία των ζευγαριών συνολικά, καθώς και οι παράγοντες κινδύνου, δεν εμφάνισαν σημαντική μεταβολή. Πέρα από μέτριες αλλαγές στα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης και της γλυκόζης (σακχάρου), δεν υπήρξαν άλλες σημαντικότερες αλλαγές.
«Περιμέναμε να δούμε κάποιους κοινούς παράγοντες κινδύνου, αλλά αποτέλεσε έκπληξη ότι είδαμε πως η μεγάλη πλειονότητα των ζευγαριών ανήκουν στη μη ιδανική κατηγορία από άποψη καρδιαγγειακής υγείας», ανέφερε η Μόρα. «Η μελέτη μας», πρόσθεσε, «δείχνει ότι οι παράγοντες κινδύνου και οι συμπεριφορές τείνουν να συμβαδίζουν στα ζευγάρια. Συνεπώς, αντί να εστιάζουμε μόνο στις παρεμβάσεις σε ατομικό επίπεδο, θα βοηθούσε αν δίναμε έμφαση σε παρεμβάσεις σε επίπεδο ζευγαριών ή ολόκληρων οικογενειών. Είναι, επίσης, σημαντικό για τον καθένα να συνειδητοποιήσει πως η υγεία και η συμπεριφορά του μπορεί να επηρεάσει την υγεία του προσώπου με το οποίο συζεί. Η βελτίωση της δικής μας υγείας μπορεί να βοηθήσει και τους άλλους».