Μία μελέτη ερευνητών στην Κίνα επιχείρησε να αναδείξει τις επιπτώσεις της καθημερινής σκληρής εργασίας του υγειονομικού προσωπικού των νοσοκομείων στην πνευματική τους υγεία. Κατέληξαν ότι ένα 36% του προσωπικού ταλαιπωρούταν από αϋπνία. Για να καταλάβουμε καλύτερα τους λόγους που συμβαίνει αυτό πρέπει να μάθουμε λίγα περισσότερα για τις συνθήκες εργασίας τους.
«Μετά από μία μικρή εξάσκηση ρίχτηκαν στη μάχη κατά του COVID-19. Ξαφνικά το νοσοκομείο μετατράπηκε σε κέντρο φροντίδας ασθενών με νέο κορονοϊό. Το υγειονομικό προσωπικό έπρεπε να φοράει ολόσωμο προστατευτικό εξοπλισμό υπό συνθήκες αρνητικές πίεσης για 12 ώρες τουλάχιστον. Αυτό συμπεριλάμβανε διπλή στρώση μάσκας, γαντιών, σκουφιών, καλύμματα ποδιών και προστατευτικών γυαλιών. Για την αποφυγή μόλυνσης μέσω της μετακίνησης του εξοπλισμού, το προσωπικό δεν μπορούσε να φάει να πιει, να κάνει χρήση της τουαλέτας τις ώρες εργασίας. Πολλοί από αυτούς αφυδατώνονταν καθώς ίδρωναν και κάποιοι ανέπτυσσαν κυστίτιδα ή έβγαζαν εξανθήματα. Το υγειονομικό προσωπικό που δούλευε στην περιοχή της καραντίνας έπρεπε να διατηρεί κοντινή επαφή με όσους νοσούσαν από τον ιό. Υπό αυτές τις επικίνδυνες συνθήκες, εξαντλούνταν πνευματικά και σωματικά. Έτσι, το υψηλό στρες αύξανε το ρίσκο της αϋπνίας» καταλήγει ο συγγραφέας της μελέτης, δρ. Μπιν Ζανγκ.
Για την εξαγωγή καλύτερων συμπερασμάτων πραγματοποίησαν έρευνα μέσω ενός δείγματος 1563 ανθρώπων. Όλοι τους δούλευαν ως νοσηλευτές ή γιατροί σε νοσοκομεία της Κίνας.Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο για την αξιολόγηση της αϋπνίας, της κατάθλιψης, του άγχος και μίας τραυματικής απάντησης.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι 564 από τους συμμετέχοντες (36,1) βίωσαν αϋπνία κατά την περίοδο που εργάζονταν για την καταπολέμηση του COVID-19. Γενικά αυτοί που βίωσαν αϋπνία είχαν και περισσότερο άγχος, κατάθλιψη και τραύματα. Αυτά τα επίπεδα αϋπνίας συμβάδιζαν με αυτά, όταν ξέσπασε o SARS-CoV, το 2002.
Στην εποχή της πανδημίας, φυσικά, το ζήτημα της αϋπνίας στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό δε θα μπορούσε να αφήνει ανεπηρέαστη την Ελλάδα. To News4Health συνομίλησε πρόσφατα με την αναπληρώτρια διευθύντρια νοσηλεύτρια, Αλέξια Μαρία σε ΜΕΘ του Σωτήρια, η οποία είχε αναφερθεί στο στρες και την αϋπνία που «τρυπώνει» παρά τη μακρά εμπειρία.
Παράγοντες που συνέβαλαν στην αϋπνία
Σύμφωνα με τον δρ. Ζανγκ «ο πιο σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε στην αϋπνία ήταν η αβεβαιότητα του υγειονομικού προσωπικού για τον αποτελεσματικό έλεγχο της ασθένειας».
Άλλες αιτίες ήταν οι εξής:
- τα χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης
- η μεγαλύτερη απομόνωση κατά τη διάρκεια της εργασίας
- ο φόβος για προσβολή από τον ιό
- η αντίληψη ότι οι ειδήσεις για τη συμπεριφορά του ιού δεν ήταν ενθαρρυντικές
Η μελέτη συνέκρινε γιατρούς και νοσηλεύτριες και βρήκε ότι οι πρώτοι έχουν λιγότερες πιθανότητες να έχουν αϋπνίες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι γιατροί συνήθως δε δουλεύουν το βράδυ και έχουν ένα κιρκαδικό κύκλο που διακόπτεται λιγότερο. Επίσης, οι γιατροί έχουν λιγότερη επαφή με τους ασθενείς. Ερευνητές έχουν στο παρελθόν συσχετίσει τη συχνότερη επαφή με ασθενείς με μεγαλύτερες πιθανότητες τραυματικής απάντησης.
Σύμφωνα με την μελέτη «οι γιατροί συνήθως δουλεύουν πριν νυχτώσει για να κοιμηθούν καλά το βράδυ. Αντίθετα, οι νοσηλεύτριες ίσως πρέπει να δουλέψουν ολόκληρο το βράδυ με συχνές βραδινές βάρδιες. Έτσι, είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν δυσλειτουργίες του κιρκαδικού κύκλου τους λόγω των ακανόνιστων ωραρίων τους. Παράλληλα, οι γιατροί έχουν λάβει συνήθως μεγαλύτερη εκπαίδευση».
Επιπλέον, οι νοσηλεύτριες έχουν πολύ περισσότερες επαφές με τους ασθενείς.
Οι συγγραφείς της μελέτης σημειώνουν ότι τα επίπεδα εκπαίδευσης και σεξουαλικής ισορροπίας ανάμεσα σε γιατρούς και νοσηλεύτριες ίσως συμβάλλουν στην αϋπνία. Ένας μεγάλος αριθμός του νοσηλευτικού προσωπικού ήταν γυναίκες. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες στην έλλειψη ύπνου.
Oι ερευνητές καταλήγουν πως μέσω αυτής της έρευνας ελπίζουν να υποστηριχθεί το υγειονομικό προσωπικό για την επίλυση προβλημάτων που αφορούν την πνευματική υγεία.
ΠΗΓΗ: https://bit.ly/3bwrjf3