Για οποιονδήποτε γνωρίζει κάποιον - φίλο, συνάδελφο, ή μέλος οικογένειας που κακοποιείται στο σπίτι του, ένα από τα μεγάλα ερωτήματα είναι γιατί δεν ξεφεύγει από αυτό. Πολλές φορές είναι δύσκολο να καταλάβουμε τις δυσκολίες απομάκρυνσης από μία τέτοια κατάσταση, πόσο μάλλον τα περίπλοκα συναισθήματα που αισθάνεται το θύμα. Τέσσερις ειδικοί εξηγούν μέσω του conversation.com γιατί εκείνοι που πέφτουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας δε ζητάνε βοήθεια ή νιώθουν ότι είναι αδύνατο να ξεφύγουν.
Φόβος και έλεγχος
Cassandra Wiener, Senior Lecturer in Law, City, University of London
Ο εξαναγκασμός είναι μία υπολογισμένη στρατηγική κυριαρχίας. Ο δράστης ξεκινάει περιποιούμενος το θύμα για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Στη συνέχεια κάνουν το θύμα να φοβηθεί - συνήθως αλλά όχι πάντα, προκαλώντας το φόβο σεξουαλικής η σωματικής βίας. Ο φόβος είναι αυτός που κάνει τις απειλές πιθανές. Όταν μία απειλή γίνεται πιθανή, τότε μία απαίτηση γίνεται εξαναγκασμός.
Η έρευνα έχει δείξει ότι αυτός που κακοποιεί, θα ασκήσει έλεγχο, περιορίζοντας τη πρόσβαση σε φίλους και οικογένεια, λεφτά και μεταφορικό μέσο. Έτσι, απομονώνει το θύμα και κάνει πιο δύσκολη την αντίσταση. Το θύμα βιώνει, μόνιμο γενικευμένο άγχος - αυτό που οι ψυχολόγοι ονομάζουν κατάσταση πολιορκίας – επειδή θεωρούν ότι δεν έχουν μετριάσει επαρκώς τη συμπεριφορά τους για να αποτρέψουν την καταστροφή.
Σε αντίθεση με την αντίληψη του κόσμου ότι το θύμα επιλέγει να μείνει και ότι υπάρχουν επιλογές, έρευνες έχουν δείξει ότι η φυγή είναι στην πραγματικότητα επικίνδυνη. Ο έλεγχος συνεχίζεται μετά το τέλος της σχέσης αλλά αλλάζει από την προσπάθεια για παραμονή του θύματος στη σχέση στην προσπάθεια καταστροφή του επειδή την εγκατέλειψε.
Διαμονή, φροντίδα παιδιών, στήριξη και οικονομικά
Michaela Rogers, Senior Lecturer in Social Work, University of Sheffield
Για θύματα με παιδιά, τα πρακτικά και ψυχολογικά εμπόδια αποτρέπουν τη λήψη μίας κακοποιητικής σχέσης. Η οικονομική βία σημαίνει συχνά ότι το θύμα μένει με χαμηλή αυτοπεποίθηση και χωρίς τη γνώση που χρειάζεται για να διαχειριστεί τα οικονομικά τους και να στηρίξουν τους ίδιους και τα παιδιά τους. Αισθάνονται ένοχοι για τυχόν απομάκρυνση του γονέα από το παιδί τους.
Επίσης μπορεί να υπάρχουν καθυστέρηση στην διασφάλιση νέας στέγης και ενός νέου σχολείου. Ίσως υπάρχει έλλειψη πόρων για τη φροντίδα του παιδιού ή τη μεταφορά του.
Η έρευνα δείχνει ότι οι επιζώντες ενδοοικογενειακής κακοποίησης που έχουν ανασφαλές καθεστώς μετανάστευσης μπορεί να φοβούνται την απέλαση. Μπορεί επίσης να μη μιλούν καλά αγγλικά. Και μπορεί να ανησυχούν για τη καθημερινή επιβίωση εάν δεν έχουν ανεξάρτητο εισόδημα ή το δικαίωμα πρόσβασης σε παροχές ή κατάλληλα κρατικά χρηματοδοτούμενα καταλύματα.
Για τα θύματα που αναγνωρίζονται ως ΛΟΑΤΚΙ+, υπάρχουν πολλά εμπόδια. Μπορεί να μην αναγνωρίσουν τις εμπειρίες τους ως κακοποίηση. Μπορεί να φοβούνται ότι θα βγουν έξω και μπορεί να ανησυχούν για την παρέμβαση των κοινωνικών υπηρεσιών, ειδικά όσον αφορά τα μέτρα προστασίας των παιδιών.
Οι ΛΟΑΤΚΙ+ άνθρωποι συχνά επίσης δεν γνωρίζουν ή πιστεύουν ότι δεν είναι επιλέξιμοι για τις βασικές υπηρεσίες υποστήριξης της ενδοοικογενειακής βίας.
Τα θύματα με αναπηρίες ή διάφορές παθήσεις αντιμετωπίζουν περαιτέρω πρακτικά εμπόδια, ιδίως όσον αφορά τη στέγαση. Για μερικούς, ο κακοποιός μπορεί επίσης να είναι ο δότης φροντίδας. Τα άτομα με πολλαπλές και σύνθετες ανάγκες (όπως ψυχική ασθένεια, χρήση ουσιών, έλλειψη στέγης) επίσης συχνά αγωνίζονται να έχουν πρόσβαση σε εξειδικευμένες υπηρεσίες υποστήριξης.
Στίγμα και ντροπή
Alison Gregory, Research Fellow (Traumatised and Vulnerable Populations), University of Bristol
Η ενδοοικογενειακή βία συμβαίνει σε κάθε κοινωνία και πολιτισμό. Παρά τις αλλαγές των τελευταίων 50 ετών, όμως, ακόμα είμαστε απροετοίμαστοι να αντιμετωπίσουμε την ιδέα ότι η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να συμβεί σε ανθρώπους σαν και εμάς.
Πολλοί επιβιώσαντες νιώθουν ατιμασμένοι που έχουν βιώσει ενδοοικογενειακή βία. Ίσως φοβούνται, ότι βάζοντας τέλος σε μία κακοποιητική σχέση, οι εμπειρίες τους θα γίνουν γνωστές σε άλλους και θα κινδυνεύουν να εκτεθούν σε κουτσομπολιά και στην άποψη της κοινής γνώμης. Επομένως, θα αντιμετωπιστούν από τους ανθρώπους με διαφορετικό τρόπο
Η έρευνα για τα θύματα που επιβίωσαν δείχνουν ότι είναι ανήσυχοι μήπως απογοητεύσουν τους γονείς τους. Τέλος, κάποια θύματα φοβούνται ότι αν βάλουν τέλος σε μία κακοποιητική σχέση, θα πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι με τις ίδιες τις εμπειρίες τους, συνειδητοποιώντας τι έχει συμβεί.
Αγάπη
Alison Gregory and Sandra Walklate, Chair of Sociology, University of Liverpool
Η αγάπη μπορεί να είναι ένας απίστευτα δυνατός λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι παραμένουν σε μία κακοποιητική σχέση ή επιστρέφουν σε αυτή. Και ίσως είναι ένας από τους πιο δύσκολους λόγους για να κατανοήσουμε. Η έρευνα δείχνει ότι ακόμα και οι ίδιοι οι επιβιώσαντες απογοητεύονται από το γεγονός ότι η αγάπη, η ανησυχία και η φροντίδα τους για τον κακοποιό τους, τους έχει κρατήσει εγκλωβισμένους.
Μια ανάλυση του 2021 σε απαντήσεις στην εκστρατεία #WhyIStayed Twitter αποκαλύπτει πόσο περίπλοκα μπορεί να είναι αυτά τα συναισθήματα. Μιλάει επίσης για την ισχυρή επιρροή που έχουν τα κοινωνικά σχόλια γύρω από τις σχέσεις, το γάμο και την οικογένεια. Μερικές γυναίκες τουίταραν, «Ο γάμος είναι για πάντα», «Δεν ήθελα να τρέξω όταν συναντήσαμε δυσκολίες» και «τα παιδιά χρειάζονται έναν πατέρα».
Επιπλέον, η μελέτη δείχνει τη δύναμη που ασκούν οι κοινωνικές προσδοκίες για τον ρομαντισμό και την αγάπη. Ένα άτομο τουίταρε, «Την πρώτη φορά που σε χτυπάει, λες στον εαυτό σου ότι ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό. Είναι μετανιωμένος. Τον συγχωρείς. Η ζωή είναι φυσιολογική και πάλι». Έρευνες έχουν δείξει ότι η συγχώρεση πηγάζει από την επιθυμία ενός θύματος να διατηρήσει τη σχέση, ως πρωταρχικό στόχο ζωής, ακόμη και εις βάρος της δικής του ασφάλειας.
Οι κακοποιοί, αντίθετα, μπορεί να είναι πανούργοι και επιδέξιοι όταν πρόκειται για τη χειραγώγηση των ερωτικών συναισθημάτων ενός επιζώντα. Θα κάνουν επίκληση στο συναίσθημα με φράσεις όπως, «Αν με αγαπούσες, θα...». Θα χρησιμοποιήσουν επίσης τα συναισθήματα φροντίδας και ανησυχίας των επιζώντων για να προσπαθήσουν να τους αποτρέψουν από το να φύγουν, απειλώντας ότι θα βλάψουν τους εαυτούς τους ή θα αυτοκτονήσουν. Οι κακοποιοί γνωρίζουν ότι η σκέψη πιθανής βλάβης στον κακοποιό θα προκαλέσει την αγωνία των επιζώντων και πιθανώς αισθήματα ενοχής (παρόλο που ο επιζών δεν έχει κάνει τίποτα κακό).
Οι επιζώντες μπορεί να ερωτηθούν από δύσπιστους φίλους, συγγενείς και επαγγελματίες, «Πώς μπορείτε ακόμα να τους αγαπάτε μετά από αυτό που έχουν κάνει;». Η αγάπη είναι ένα ισχυρό κίνητρο, και αν δεν δώσουμε άδεια να εκφραστεί, κινδυνεύουμε να αποξενώσουμε τους επιζώντες και να τους απομονώσουμε περαιτέρω – κάτι που ακριβώς θέλουν οι κακοποιοί.
ΠΗΓΗ: theconversation