Ο κ. Νικολόπουλος, Πνευμονολόγος – Εντατικολόγος, μας οδήγησε στο γραφείο του, η πόρτα του οποίου βρίσκεται λίγο πριν την είσοδο στη ΜΕΘ του Κέντρου Αναπνευστικής Ανεπάρκειας του Νοσοκομείου «Σωτηρία». Με εξαίρεση τη βοηθό του Διεθυντή στον προθάλαμο, το γραφείο ήταν άδειο και ήσυχο, παρότι το χωρίζουν μερικά μέτρα από το χώρο της ΜΕΘ, όπου γιατροί και νοσηλεύτριες βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, άλλοι φροντίζοντας τους ασθενείς, άλλοι συζητώντας τα περιστατικά και άλλοι στα τηλέφωνα για διαδικαστικά. Λίγο πριν είχε βγει από τη Μονάδα. Χρειάστηκε περίπου μισή ώρα για να βγει από την ειδική στολή.
Η νόσος Covid-19 έχει ένα φάσμα εκδηλώσεων. Έχει μια ελαφρά μορφή, μια μέτριας βαρύτητας μορφή και μια σοβαρή μορφή εκδήλωσης στους ασθενείς. Όταν έχουν σοβαρή προσβολή από τη νόσο του νέου κορονοϊού μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, γιατί έχουν πνευμονία σοβαρή όλοι, έχουν αναπνευστική ανεπάρκεια βαριά που θέλει διασωλήνωση και μηχανική αναπνοή και οι περισσότεροι εξ αυτών έχουν και σήψη.
Πολύ συχνά συνοδεύονται με προσβολές άλλων οργάνων, όπως της καρδιάς – του κυκλοφορικού συστήματος- του κεντρικού νευρικού ή του περιφερικού συστήματος ή προσβολή και των νεφρών, μερικές φορές, σπανιότερα από τα υπόλοιπα.
Στη συγκεκριμένη ΜΕΘ και ΜΑΦ έχουν νοσηλευτεί συνολικά 20 ασθενείς, όλοι διασωληνωμένοι και όλοι σε μηχανική αναπνοή και οι περισσότεροι σε σύψη, δηλαδή σε σηπτικό σοκ. Όπως εξήγησε ο κ. Νικολόπουλος, η συντριπτική πλειονότητα όσων νικήθηκαν τελικά από τη νόσο, είχαν βεβαρημένη υγεία. Είχαν χρόνια νοσήματα, δηλαδή, τα οποία συνέβαλαν στην άσχημη εξέλιξή τους.
«Αλλά, έχουμε και τα ευχάριστα στη δουλειά μας γιατί από αυτούς τους 20 έχουν εξέλθει από τη ΜΕΘ 7, με πολύ καλές προϋποθέσεις να έχουν και τελική έκβαση καλή, να καταφέρουν δηλαδή να πάνε σπίτι τους». Όπως συνέβη με τον 43χρονο, πατέρα τριών παιδιών, οποίος έφυγε «περπατώντας», όπως μας τόνιζαν όλοι όσοι μας ανέφεραν το περιστατικό.
«Ξέρετε βγαίνοντας από την εντατική θεραπεία δεν είσαι και εντελώς καλά. Δεν έχεις διαφύγει τον κίνδυνο εντελώς για να πας στο σπίτι σου αμέσως. Χρειάζεται μια φροντίδα παραπάνω, μια επιπλέον παρακολούθηση κάποιων ημερών και μετά αν πάνε όλα καλά να πάρεις εξιτήριο οριστικό από το νοσοκομείο», εξήγησε ο κ. Νικολόπουλος.
Μάλιστα, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις να υποτροπιάσει κάποιος ασθενής και να χρειαστεί να διασωληνωθεί εκ νέου. «Πριν τους βγάλουμε από τη μονάδα εντατικής προσέχουμε πάντα να είναι εξασφαλισμένη -όσο γίνεται περισσότερο- η καλή τους πορεία. Μην ξανά χρειαστεί διασωλήνωση και πάλι μηχανική αναπνοή σε μια απλή κλινική», συμπλήρωσε ο κ. Νικολόπουλος. Σημείωσε, ωστόσο, πως αν ξανά χρειαστεί διασωλήνωση, συνήθως συμβαίνει μέσα στις μονάδες, πριν δοθεί εξιτήριο από τη ΜΕΘ.
Πως είναι, όμως, να είσαι γιατρός σε μια ΜΕΘ, ενός νοσοκομείου αναφοράς το οποίο μάλιστα έφθασε να νοσηλεύει το ¼ των ασθενών με Covid-19 της χώρας, εν μέσω πανδημίας;
«Συνήθεια είναι», μας απαντάει αφοπλιστικά ο γιατρός. Ειδικά όταν αφορά μια δουλειά όπως η ιατρική, μας εξηγεί, συνήθως η επιλογή γίνεται σε νεαρή ηλικία. «Την επιλέγεις από νέος, έχεις τα όνειρά σου, τους σκοπούς, τις επιδιώξεις σου, και βέβαια, το να επιλέξεις να κάνεις εντατική θεραπεία, πάλι από νέος το επιλέγεις. Δε γίνεται με καταναγκασμό ποτέ. Δε μπορεί να γίνει, δε μπορεί να έχει αποτέλεσμα, θα είναι αποτυχία. Δε θα μπορεί να σταθεί ο γιατρός μέσα στην εντατική αν δεν του αρέσει, αν δεν τον γοητεύει κάτι. Από εκεί και πέρα τα πράγματα είναι λίγο συνήθεια. Αυτό που σου αρέσει στη ζωή συνήθως το συνηθίζεις κιόλας, εξοικειώνεσαι».
«Έχει τη γοητεία της πάντως η εντατική θεραπεία», τονίζει κατευθείαν, αλλά με την ίδια ήρεμη φωνή και χωρίς να εστιάζει σε κάποιο σημείο προσθέτει: «Έχει και τα άσχημα, έχει και τα αρνητικά, έχει απογοητεύσεις, φτάνεις στο σημείο να εξοικειώνεσαι με δύσκολες καταστάσεις, ακόμη και με το θάνατο. Δύσκολο αυτό, δύσκολο, άσχημο… Δε φτάνεις ποτέ όμως, να εξοικειώνεσαι με το θάνατο σε νέες ηλικίες ή με τον απρόσμενο θάνατο. Είναι μερικά πράγματα που δε συνηθίζονται, η αλήθεια είναι», μας αναφέρει χαμηλόφωνα.
«Από την άλλη, συνηθίζονται σε μεγάλο βαθμό αυτά που είναι αναμενόμενα στη ζωή. Είτε είναι φυσικός θάνατος σε μεγάλη ηλικία, είτε θάνατος από μια νόσο που έτυχε στον ασθενή και δε μπορεί να υπάρξει άλλη πορεία, γιατί δε μπορούμε να πάμε αντίθετα στη φύση», προσθέτει.
«Όταν ξεκίνησε η επιδημία δεν ξέραμε τι θα συναντήσουμε»
«Με αυτή τη νόσο και ιδίως της βαριάς μορφής της, που έρχεται ΜΕΘ, όταν ξεκίνησε δεν ξέραμε τι θα συναντήσουμε. Είναι μια νέα νόσος, έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που την ξεχωρίζουν. Αν και έχει και πολλά κοινά με άλλες που γνωρίζουμε, δεν παύει να έχει άγνωστες πλευρές τις οποίες τις μάθαμε σιγά σιγά και εμπειρικά, όπως η πολύ υψηλή μολυσματικότητα. Και μόνο ότι μπορεί να μεταδίδεται από ασθενή που δεν έχει συμπτώματα, δηλαδή αυτό είναι κάτι πρωτοφανές», τόνισε ο κ. Νικολόπουλος.
«Μεταδοτικότητα και βαρύτητα επιβάλουν να υπάρχει μέσα στην εντατική και από το ιατρικό και από το νοσηλευτικό προσωπικό μια συνεχής εγρήγορση. Μη σας πω, μια συνεχής παρουσία κοντά στον άρρωστο, ώστε να προλάβεις συμβάματα ή αν δεν μπορείς να τα αποφύγεις να αντιμετωπιστούν γρήγορα για να έχει καλή έκβαση ο άρρωστος. Δεν είναι ο άρρωστος που μπορεί να περιμένει πότε θα βγούνε πολλές εξετάσεις, πότε θα είναι έτοιμος ο γιατρός, πότε θα είναι έτοιμος ο νοσηλευτής. Πρέπει να είναι παρόντες εκείνη τη στιγμή γιατί απαιτείται πολύ συχνά άμεση παρέμβαση, αλλιώς μπορεί να χαθεί, μπορεί να χαθεί εύκολα», μας ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Μετά από ένα μήνα και πλέον που λειτουργούμε στις εντατικές όλης της Ελλάδας με τη βαριά μορφή της νόσου του κορονοϊού, νομίζουμε ότι έχουμε πια την εμπειρία, γεγονός που έχει διευκολύνει την αντιμετώπιση της, συγκριτικά με τις αρχές. Πλέον, ευτυχώς έπεσε και η νοσηρότητα πάρα πολύ», μας αναφέρει.
Αλλά δεν έχει εξαφανιστεί, όπως σπεύδει να μας διευκρινίσει.
«Βρισκόμαστε ακόμα στο στάδιο προσδιορισμού των χαρακτηριστικών της, πως εισβάλλει και πως εξελίσσεται, πόσοι και ποιοι επιζούν. Επιπλέον, δεν έχουμε ούτε αποδεδειγμένα αποτελεσματική θεραπεία και δεν έχουμε και εμβόλιο. Και όταν μιλάμε για μια λοιμώδη νόσο χωρίς θεραπεία και χωρίς αποτελεσματικό προληπτικό εμβολιασμό είμαστε κατά μεγάλο μέρος στο άγνωστο».
«Συνεχίζεται η ζωή μας από εδώ και πέρα με μια νόσο πολύ μολυσματική που κρέμεται από πάνω μας χωρίς να έχουμε αποτελεσματική ούτε θεραπεία ούτε εμβολιασμό», σημειώνει και εξηγεί πως θα πρέπει να καταστρωθούν σχέδια που θα επιτρέψουν τη συνέχιση των κοινωνικών δραστηριοτήτων και θα βοηθήσουν την ιατρική επιστήμη να αντιμετωπίσει ότι επιπλοκές παρουσιάζονται. Τα μέτρα προφύλαξης πρέπει να διατηρηθούν, κατά τον κ. Νικολόπουλο.
Αλλάζει ο ρόλος της εντατικής θεραπείας
Κατά τον γιατρό, ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση της νόσου του νέου κορονοϊού ο ρόλος της εντατικής θεραπείας αλλάζει.
«Τις τελευταίες δεκαετίες πολλά ιατρικά προβλήματα αντιμετωπίζονται πλέον και στα εξωτερικά ιατρεία, με νοσηλείες ημέρας. Ακόμη και προβλήματα υγείας από τα οποία μπορεί να πέθαινες ή μπορεί να χρειαζόσουν πολυήμερες νοσηλείες, χειρουργεία. Δηλαδή, πας το πρωί κάνεις καταρράκτη και φεύγεις σε μια ώρα. Κάνεις ενδοσκόπηση, σου βγάζουν μια νεοπλασία από το πεπτικό σύστημα και το μεσημέρι μπορείς να είσαι στο σπίτι σου», αναφέρει.
Οι δύσκολες ιατρικές πράξεις, οι πολύημερες νοσηλείες συνεχίζουν, όμως, στην εντατική θεραπεία.
Όπως διευκρινίζει ο κ. Νικολόπουλος, σε πολλές περιπτώσεις, πλέον, από τους άλλους χώρους των νοσοκομείων μπορεί να φεύγεις γρήγορα, χωρίς να απαιτείται μεγάλη κατανάλωση χρόνου, χρήματος ή έργου συνολικά, ενώ στην εντατική θεραπεία, η παραμονή παραμένει σε μακρά. Όπως συμβαίνει άλλωστε και στην περίπτωση του Covid-19, όπου υπάρχουν και άνθρωποι που παρέμειναν σε ΜΕΘ πάνω από μήνα…
«Με τον κορονοϊό αποδεικνύεται η μεγάλη αναγκαιότητα η εντατική θεραπεία να έχει και εντατικολόγους και εξειδικευμένο νοσηλευτικό προσωπικό και κατάλληλο ιατρο-τεχνολογικό εξοπλισμό», τονίζει.
Σημειώνει, δε, πως σε χώρες όπως η Αμερική, η Αγγλία και η Γερμανία η αναλογία κρεβατιών εντατικής θεραπείας σε σχέση με τα κρεβάτια των κοινών κλινικών είναι πολύ μεγάλη. «Είναι πάνω από 20% σε πολλά μεγάλα νοσοκομεία που υποδέχονται τροχαία, που έχουν πολλά χειρουργεία. Στη χώρα μας είμαστε ακόμα πολύ πίσω», καταλήγει.