Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA)τα μονοκλωνικά αντισώματα που είναι επί του παρόντος εγκεκριμένα για τον COVID-19 (είναι το Evusheld (tixagevimab / cilgavimab), το Regkirona (regdanvimab), το Ronapreve (casirivimab / imdevimab) και το Xevudy (sotrovimab) αναδυόμενα στελέχη του SARS-CoV-2.
Αυτά τα μονοκλωνικά αντισώματα έχουν σχεδιαστεί για να εξουδετερώνουν τον ιό δεσμεύοντας την πρωτεΐνη ακίδας στην επιφάνειά του. Ωστόσο, τα αναδυόμενα στελέχη έχουν μεταλλάξεις σε αυτή την πρωτεΐνη που μπορεί να μειώσει την ικανότητα των αντισωμάτων να συνδέονται με αυτά.
Πρόσφατες εργαστηριακές μελέτες δείχνουν ότι τα μονοκλωνικά αντισώματα που στοχεύουν την πρωτεΐνη ακίδας είναι ελάχιστα αποτελεσματικά στην εξουδετέρωση των στελεχών Omicron BA.4.6, BA.2.75.2 και XBB. Τα δεδομένα δείχνουν επίσης ότι αυτά τα μονοκλωνικά αντισώματα δεν εξουδετερώνουν σημαντικά τα BQ.1 και BQ.1.1, τα οποία αναμένεται να γίνουν τα κυρίαρχα στελέχη στην ΕΕ τις επόμενες εβδομάδες.
Αν και δεν είναι ακόμη γνωστό σε ποιο βαθμό η μειωμένη εξουδετερωτική δραστηριότητα μεταφράζεται σε μειωμένα οφέλη για τους ασθενείς, οι επιστήμονες θα πρέπει να εξετάσουν εναλλακτικές θεραπείες, ειδικά εάν επικρατήσουν υποπαραλλαγές όπως το BQ.1 και το BQ.1.1.
Οι αντιικές θεραπείες όπως το Paxlovid (nirmatrelvir/ritonavir) και το Veklury (remdesivir), που έχουν διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης, αναμένεται να διατηρήσουν τη δράση τους έναντι των αναδυόμενων στελεχών. Αυτές οι θεραπείες είναι εγκεκριμένες στην ΕΕ για ασθενείς με COVID-19 που δεν χρειάζονται συμπληρωματικό οξυγόνο και διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εξελιχθεί η νόσος τους σε σοβαρή μορφή COVID-19.
Από την άλλη, οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Ροδάνθη Ελένη Συρίγου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης, και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα της πρόσφατης δημοσίευσης των Masaki Imai και συνεργατών στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση The New England Journal of Medicine με θέμα την αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών μονοκλωνικών αντισωμάτων έναντι των υποστελεχών BQ.1.1 and XBB του στελέχους Όμικρον του ιού SARS-CoV-2 διαπίστωσαν οτι οι συνδυασμοί μονοκλωνικών αντισωμάτων imdevimab-casirivimab, tixagevimab-cilgavimab, καθώς και το sotrovimab και bebtelovimab ως μονοθεραπεία μπορούν να μην είναι αποτελεσματικά έναντι των BQ.1.1 και XBB σε κλινικό περιβάλλον.
Ειδικότερα, προκειμένου να εξεταστεί η δραστικότητα των μονοκλωνικών αντισωμάτων έναντι αυτών των υποστελεχών Όμικρον, οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Τόκιο της Ιαπωνίας προσδιόρισαν την κατά 50% μείωση των εξουδετερωτικών αντισωμάτων (FRNT50) των μονοκλωνικών αντισωμάτων με τη χρήση μιας δοκιμασίας εξουδετέρωσης ζωντανού ιού.
Αντίθετα, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι τα μονοκλωνικά αντισώματα imdevimab, casirivimab, tixagevimab, cilgavimab και sotrovimab δεν εξουδετερώνουν τα υποστελέχη BQ.1.1 ή XBB ακόμη και στην υψηλότερη τιμή FRNT (5000 ng/mL) που δοκιμάστηκαν.
Το bebtelovimab ήταν το μόνο το οποίο εξουδετέρωσε αποτελεσματικά τα υποστελέχη Όμικρον BA.1, BA.2, BA.4, και BA.5, ενώ δεν είχε καμία αποτελεσματικότητα έναντι των BQ.1.1 ή XBB.
Συμπερασματικά, τα δεδομένα αυτής της μελέτης δείχνουν ότι τα υποστελέχη Όμικρον BQ.1.1 και XBB έχουν δυνατότητες ανοσοδιαφυγής που είναι μεγαλύτερες από εκείνες των προηγούμενων υποστελεχών Όμικρον, συμπεριλαμβανομένων των BA.5 και BA.2.
Η συνεχιζόμενη εξέλιξη των υποστελεχών Όμικρον υπογραμμίζουν την ανάγκη για ανάπτυξη νεότερων θεραπευτικών μονοκλωνικών αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2.