Επιστήμονες από τα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Εδιμβούργου ανέλυσαν στοιχεία που καλύπτουν περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες από τη μελέτη UK Prospective Diabetes Study (UKPDS), μία από τις μακροβιότερες κλινικές δοκιμές για τον Διαβήτη τύπου 2.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι η έγκαιρη ρύθμιση της γλυκόζης στο αίμα με ινσουλίνη και φάρμακα οδήγησε σε 10% λιγότερους θανάτους, καθώς και στη μείωση του κινδύνου για καταστάσεις άκρως επικίνδυνες για την υγεία όπως οι καρδιακές προσβολές, η νεφρική ανεπάρκεια και η απώλεια όρασης.
Ο διαβήτης τύπου 2, ο οποίος ευθύνεται και για την πλειονότητα των διαγνώσεων διαβήτη, εμφανίζεται όταν τα κύτταρα ενός ατόμου δεν ανταποκρίνονται πλέον στην ινσουλίνη που παράγεται από το πάγκρεας, γεγονός που σημαίνει ότι το σώμα δεν μπορεί να ρυθμίσει τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα.
Ο καθηγητής Rury Holman, ιδρυτικός διευθυντής της Μονάδας Δοκιμών Διαβήτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και επικεφαλής ερευνητής του UKPDS, ανέφερε ότι τα ευρήματα είναι «αξιοσημείωτα» και δείχνουν τη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης.
Η δοκιμή UKPDS ξεκίνησε το 1977, όταν νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 υποβλήθηκαν σε εντατική ή συμβατική στρατηγική ελέγχου της γλυκόζης στο αίμα.
Η εντατική στρατηγική περιλάμβανε τη χρήση σουλφονυλουρίας -δισκίων που διεγείρουν τα κύτταρα να παράγουν περισσότερη ινσουλίνη-, θεραπεία με ινσουλίνη ή θεραπεία με μετφορμίνη, ένα φάρμακο που βοηθά την ινσουλίνη που παράγει ο οργανισμός να λειτουργεί καλύτερα.
Η τυπική μέθοδος περιλάμβανε αλλαγές στη διατροφή.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι, σε σύγκριση με τη διατροφή, ο έλεγχος της γλυκόζης του αίματος με σουλφονυλουρία, ινσουλίνη ή μετφορμίνη είχε ισόβια μειωμένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου και καρδιακής προσβολής.
Αργότερα οι κατευθυντήριες γραμμές άλλαξαν παγκοσμίως ώστε να συνιστώνται αυτές οι εντατικές θεραπείες για όλους τους πάσχοντες από διαβήτη τύπου 2.
Πηγή: Γλυκός Πλανήτης