Για κάθε ιατρικό πρόβλημα η επιστήμη ανέκαθεν ήταν αυτή που επιχειρούσε να δώσει τη λύση. Αυτό γινόταν μέσω της αμφισβήτησης, της διεξαγωγής ερευνών και της εξαγωγής συμπερασμάτων. Στη σημερινή πραγματικότητα της πανδημίας, η βιοιατρική έχει εξελιχθεί στο εργαλείο που θα μας δώσει πίσω τις ζωές μας. Θα μας επιστρέψει στην κανονικότητα
Ειδικότερα, η πανδημία έχει αναγκάσει την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα να ριχτεί στη μάχη της έρευνας προκειμένου να παρασκευάσει φάρμακα και το εμβόλιο κατά του νέου κορονοϊού. Για πρώτη φορά, τόσα χρήματα έχουν επενδυθεί στο πεδίο της έρευνας, καθώς από τα από τα αποτελέσματα της εξαρτάται όχι μόνο η παγκόσμια δημόσια υγεία αλλά και η οικονομικών επιβίωση δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Ο εφικτός στόχος της βιοιατρικής στην Ελλάδα
Σύμφωνα με τον Σπύρο Αρταβάνη-Τσάκωνα, καθηγητή Κυτταρικής Βιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ και στο Κολέζ ντε Φρανς, επιστήμονα με θητεία σε μερικά από τα πιο φημισμένα πανεπιστήμια της Ευρώπης και των ΗΠΑ, αυτή η πανδημία είναι μία ευκαιρία για την Ελλάδα να πρωταγωνιστήσει στο πεδίο της Βιοιατρικής. Ειδικότερα, ο ίδιος διαθέτει την τεχνογνωσία όλων των πτυχών της βιοϊατρικής έρευνας αλλά και όραμα για το πώς θα μπορούσε να εφαρμοστεί στη χώρα μας. Το Ιδρυμα Σαντέ, του οποίου ο ίδιος είναι πρόεδρος, κάθε χρόνο αξιολογεί επιστήμονες και τους προσφέρει χρηματική βοήθεια ώστε να αναπτύξουν το ερευνητικό τους έργο στον τομέα της βιοϊατρικής, με την προϋπόθεση η έρευνα να γίνεται στην Ελλάδα.
Μέσω κειμένου του που δημοσιεύει στην Καθημερινή και συνυπογράφουν μια ομάδα από Ελληνες, Ελληνες της διασποράς, αλλά και φιλέλληνες, επιστήμονες και επαγγελματίες με μεγάλη εμπειρία στον ακαδημαϊκό και ερευνητικό χώρο – ανάμεσά τους δύο νομπελίστες, ο Σπύρος Τσάκωνας καταθέτει μία σειρά από προτάσεις προκειμένου η Ελλάδα να μην ακολουθεί πια τη διεθνή βιοατρική αλλά να χαράξει το δικό της δρόμο.
Σύμφωνα με τον κ. Τσάκωνα μόνον αν γίνουν σήμερα επενδύσεις στην έρευνα, χρησιμοποιώντας το πνευματικό δυναμικό που υπάρχει ήδη ή που προτίθεται να επιστρέψει στον τόπο μας, θα εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για μια Ελλάδα που θα είναι ανταγωνιστική σε μια κρίσιμη, αν όχι την πρώτιστη, τεχνολογία αιχμής του 21ου αιώνα. Θα δημιουργηθούν οικονομικές ευκαιρίες, οι οποίες είναι μάλλον ανύπαρκτες σήμερα, και θα διασυνδεθούν τα πανεπιστήμια με τα ερευνητικά κέντρα, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην εξέλιξη της Παιδείας. Τέλος, θα δοθούν έτσι κίνητρα σε ικανούς επιστήμονες, οι οποίοι ολοένα και συχνότερα αναγκάζονται να αναζητήσουν καλύτερη επαγγελματική τύχη στο εξωτερικό, ώστε να παραμείνουν ή να επιστρέψουν στη χώρα μας
Σε σχέση με την υπάρξη δυναμικού ικανού να φέρει εις πέρας τέτοιες αποστολές ο κ. Τσάκωνας απάντησε με βεβαιότητα ως εξής: «Το ότι, πράγματι, υπάρχει σεβαστός αριθμός ελληνικών ερευνητικών ομάδων ποιότητας δεν είναι απλώς ένας αφηρημένος ισχυρισμός. Βασίζεται στην πείρα την οποία έχουμε συσσωρεύσει αξιολογώντας αιτήσεις ερευνητικής χρηματοδότησης. Τις λαμβάνουμε στο Ιδρυμα Σαντέ, που ιδρύθηκε πριν από δύο δεκαετίες. Κάθε χρόνο λαμβάνουμε 70-100 ερευνητικές προτάσεις και από αυτές είμαστε σε θέση να χρηματοδοτήσουμε ένα μικρό ποσοστό, περίπου 10%, ύστερα από αυστηρή αξιολόγηση και φυσικά λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές μας δυνατότητες. Αξίζει να αναφερθεί ότι η αξιολόγηση γίνεται από μια μικρή, διεθνή επιστημονική επιτροπή, που συνεισφέρει εθελοντικώς και τούτη την στιγμή περιλαμβάνει τρεις επιστήμονες βραβευμένους με Νομπέλ».
Παράλληλα, ο καθηγητής δεν έχει αμφιβολία ότι η βιοϊατρική έρευνα θα μπορούσε να επωφεληθεί από τη φαρμακευτική και τη βιοτεχνολογική βιομηχανία: να «μεταφραστεί» σε φαρμακευτικά προϊόντα και θεραπευτικές μεθόδους, προσελκύοντας έτσι κεφάλαια από τη βιομηχανία, τα οποία θα χρηματοδοτήσουν άμεσα συγκεκριμένα ερευνητικά προγράμματα.
Προσθέτει ότι «μια μακροχρόνια σχέση με τη βιομηχανία δεν μπορεί να βασιστεί σε ένα εποχιακό προϊόν ή μόνο σε μία μέθοδο ή ακόμα και ασθένεια. Μια διαχρονική και επικερδής για όλους σχέση εξαρτάται από μια μοναδική παράμετρο: τη διεθνώς αναγνωρισμένη ερευνητική ποιότητα. Δεν υπάρχει «ελληνική» βιοϊατρική έρευνα, υπάρχει έρευνα ανταγωνιστική και μη ανταγωνιστική. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να «παραγγείλουμε» ούτε στην Ελλάδα, ούτε οπουδήποτε αλλού, θεραπεία για μια θανατηφόρο νόσο. Ενα νέο φάρμακο θα γεννηθεί μέσα από τα αποτελέσματα μιας ποιοτικής έρευνας και στη συνέχεια θα υποβληθεί σε πολυετείς κλινικές μελέτες. Το πρόγραμμα χρηματοδότησης που προτείνουμε θα δημιουργήσει αυτό το αναγκαίο πλαίσιο το οποίο θα ανοίξει τον δρόμο για τέτοιες σημαντικές ανακαλύψεις».
Προτάσεις αναφορικά με τη βιοιατρική στην Ελλάδα
Η πρότασή, εφόσον εξασφαλιστούν τα απαραίτητα κεφάλαια, θα στηριχθεί σε τέσσερις πυλώνες.
1. Πρόσκληση υποβολής αιτήσεων για πενταετή ερευνητικά προγράμματα.
2. Αξιολόγηση από διεθνή επιτροπή αδιαμφισβήτητης επιστημονικής βαρύτητας, ανάλογη με εκείνη του Ιδρύματος Σαντέ, η οποία θα κρίνει και την ετήσια πρόοδο κάθε ομάδας που θα χρηματοδοτείται.
3. Δεδομένων των περιορισμένων δυνατοτήτων που υπάρχουν στην Ελλάδα, η επιτροπή θα υποβοηθά και θα υποδεικνύει συνεργασίες μεταξύ ομάδων και ερευνητικών κέντρων του εσωτερικού αλλά και του εξωτερικού, συμβάλλοντας όχι μόνο σε επιστημονικές συνέργειες, αλλά και στην ορθολογική οικονομική διαχείριση τυχόν επενδύσεων.
4. Τα αποτελέσματα από ερευνητικές κατευθύνσεις που θα οδηγούν σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας είναι αυτά που θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον της βιομηχανίας και, ενδεχομένως, δημιουργήσουν ευκαιρίες χρηματοδότησης από τον ιδιωτικό τομέα. Το να αναγνωρίσει κανείς τέτοιες δυνατότητες δεν είναι εύκολο. Απαιτείται συγχρόνως επιστημονική και νομική γνώση, αλλά και επαρκής εποπτεία της αγοράς. Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρχει υποστήριξη από μια μικρή ομάδα ειδικών που θα επισκέπτονται και θα αξιολογούν τα ερευνητικά ιδρύματα και θα δίνουν τις συμβουλές τους για τα ερευνητικά προγράμματα υπό το πρίσμα των θεμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Αναφορικά με το κόστος ενός τέτοιου project θεωρεί ότι αυτό δε θα είναι υπέρογκο. «Ενα ετήσιο κονδύλι της τάξεως των 2-4 εκατ. ευρώ, για ένα πενταετές πρόγραμμα, αποτελεί πραγματοποιήσιμο στόχο. Εκτός από τη δυνατότητα κρατικής βοήθειας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας είναι σε θέση να συνεισφέρει σημαντικά» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Στο κείμενο του καταλήγει ότι το Ίδρυμα Σαντέ διαθέτει τη γνώση και το πρακτικό πλαίσιο για να αναλάβει και να προσφέρει αμισθί βεβαίως, τη διαχείριση μιας τέτοιας προσπάθειας. Πρόκειται για μια ομάδα από Ελληνες, Ελληνες της διασποράς, αλλά και φιλέλληνες, επιστήμονες και επαγγελματίες με μεγάλη εμπειρία στον ακαδημαϊκό και ερευνητικό χώρο, καθώς και στον χώρο της βιοτεχνολογίας και της φαρμακοβιομηχανίας. Τους ενδιαφέρει να υποστηρίξουν μια προσπάθεια, η οποία χωρίς αμφιβολία θα δώσει στην Ελλάδα την ώθηση ώστε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε αυτό το κρίσιμο επιστημονικό πεδίο.
ΠΗΓΗ: https://bit.ly/2CV94n4