Τα τελευταία στοιχεία από το Γραφείο Εθνικής Στατιστικής δείχνουν ότι περισσότεροι από 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι στο Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρουν ότι ζουν με Long Covid για 12 μήνες ή περισσότερο.
Αρκετές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει ότι τα συμπτώματα μπορεί να επιμείνουν σε άτομα με Long Covid για περισσότερο από ένα χρόνο μετά τη μόλυνση, καθώς η Long Covid μπορεί να εμφανιστεί ανεξάρτητα από το αν οι άνθρωποι ήταν πολύ άρρωστοι ή όχι όταν κόλλησαν τον ιό.
Εν τω μεταξύ, υπάρχουν πολλά στοιχεία για βλάβη οργάνων σε άτομα που νοσηλεύτηκαν με covid 19. Τι γίνεται όμως με τη βλάβη οργάνων σε άτομα που δεν χρειάστηκε απαραίτητα να εισαχθούν στο νοσοκομείο με τον ιό, αλλά εμφάνισαν Long Covid;
Σε μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Journal of the Royal Society of Medicine, επιστήμονες εξέτασαν τη βλάβη οργάνων σε ασθενείς με Long Covid. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκε βλάβη οργάνων στο 59% των συμμετεχόντων ένα χρόνο μετά τα αρχικά τους συμπτώματα.
Τι είναι η Long Covid - Ποια τα συμπτώματα και οι επιπλοκές που εμφανίζουν οι ασθενείς
Ο όρος “σύνδρομο Long- Covid” σύμφωνα με την Ελληνική Πνευμονολογική εταιρεία, περιλαμβάνει τα συμπτώματα και σημεία αλλά και τις επιπλοκές (όψιμες ή μακροχρόνιες) που εμμένουν ή εμφανίζονται 4 εβδομάδες μετά τη λοίμωξη με SARS-COV2.
Eν τη απουσία καθολικά αποδεκτών ορισμών το National Institute for Health and Care Excellence (NICE)(1) προτείνει την ακόλουθη ορολογία για τις φάσεις που έπονται της λοίμωξης από τον ιό SARS-COV-2:
1. Οξεία Covid-19 (Acute Covid-19): αφορά σε σημεία και συμπτώματα έως 4 εβδομάδες
2. Συνεχιζόμενη συμπωματική Covid-19 (On going symptomatic Covid-19): αφορά σε σημεία και συμπτώματα από 4 έως 12 εβδομάδες
3. Μετά-Covid-19 σύνδρομο (Post-Covid-19 syndrome): αφορά σε σημεία και συμπτώματα που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια ή μετά από τη λοίμωξη με Covid19 και συνεχίζουν για περισσότερο από 12 εβδομάδες, χωρίς να μπορούν να αποδοθούν σε εναλλακτική διάγνωση(1). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ό όρος long Covid περιλαμβάνει την συνεχιζόμενη συμπωματική Covid-19 και το μετά Covid-19 σύνδρομο.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και το Mount Sinai, τόνισε το γεγονός ότι ο Covid19, πέραν του είναι ιός που προσβάλλει το αναπνευστικό επηρεάζει και άλλα συστήματα. Έτσι οι ασθενείς με εμμένοντα συμπτώματα μετά από 3 μήνες, θα πρέπει σαφώς να ξεκινούν το διαγνωστικό έλεγχο από το αναπνευστικό σύστημα (για την περίπτωση της επαγόμενης από Covid-19 διάμεσης πνευμονοπάθειας γίνεται ειδική αναφορά στο τέλος του κειμένου).
Στην περίπτωση που ο έλεγχος του αναπνευστικού δεν καταλήξει στην επαρκή αιτιολόγηση της συμπτωματολογίας, ο έλεγχος θα πρέπει να συνεχιστεί στο καρδιαγγειακό και σε οντότητες που αναγνωρίστηκαν πρόσφατα, όπως φαίνεται στο παρακάτω σχήμα.
Κάθε ασθενής που νοσεί από Covid-19 θα πρέπει να ενημερώνεται για την πιθανότητα εμμενόντων συμπτωμάτων που συνήθως υποχωρούν μέσα σε 12 εβδομάδες και εμφανίζονται ανάλογα με την βαρύτητα της νόσου και την προηγούμενη κατάσταση της υγείας του.
Σε περίπτωση μη βελτίωσης ή εμφάνισης νέων συμπτωμάτων οι ασθενείς θα πρέπει να εξετάζονται από τον θεράποντα ιατρό τους. Εμμένοντα συμπτώματα εμφανίζονται συχνότερα σε νοσηλευόμενους ασθενείς (Post Intensive Care Syndrome, προσβολή αναπνευστικού και καρδιαγγειακού). Ωστόσο συμπτωματολογία που επηρεάζει την ποιότητα της ζωής των ασθενών μπορεί να εμφανίζεται και σε μη νοσηλευόμενους ασθενείς.
Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται τα κύρια συμπτώματα και νοσήματα/επιπλοκέςτου Long-Covid συνδρόμου:
Τι έδειξε η έρευνα
Κατά τη διάρκεια του 2020 και του 2021, οι επιστήμονες κατέγραψαν συμπτώματα και πραγματοποιήσαν μια πολυοργανική μαγνητική τομογραφία διάρκειας 40 λεπτών σε 536 άτομα με Long Covid, έξι μήνες μετά την αρχική τους μόλυνση, με επίκεντρο την καρδιά, τους πνεύμονες, το ήπαρ, τα νεφρά και το πάγκρεας.
Περίπου το 13% νοσηλεύτηκε όταν διαγνώστηκε για πρώτη φορά με COVID και μόνο το 2% είχε λάβει έναν ή περισσότερους εμβολιασμούς κατά του COVID, αντικατοπτρίζοντας την κατάσταση στο πρώιμο στάδιο της πανδημίας.
Από αυτό το πρώτα στοιχεία, βρήκαν ότι 331 συμμετέχοντες (62%) είχαν βλάβη οργάνων. Η ανεπάρκεια του ήπατος, του παγκρέατος, της καρδιάς και των νεφρών ήταν πιο συχνές (επηρέαζαν το 29%, το 20%, το 19% και το 15% των συμμετεχόντων αντίστοιχα). Αυτοί οι 331 συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν έξι μήνες αργότερα με περαιτέρω μαγνητική τομογραφία.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι τρεις στους πέντε από τους συμμετέχοντες στην αρχική μελέτη (59%) είχαν βλάβη σε τουλάχιστον ένα όργανο ένα χρόνο μετά τη μόλυνση, ενώ λίγο περισσότερο από έναν στους τέσσερις (27%) είχε βλάβη σε δύο ή περισσότερα όργανα. Έτσι, για τη συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων που είχαν βλάβη οργάνων στους έξι μήνες, αυτή διατηρήθηκε μέχρι τουλάχιστον 12 μήνες.
Ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι συμμετέχοντες με βλάβη οργάνων δεν παρουσίαζαν πλέον συμπτώματα, η ανεπάρκεια οργάνων συσχετίστηκε με μεγαλύτερη πιθανότητα επίμονων συμπτωμάτων και μειωμένη λειτουργία στους 12 μήνες.
Πηγή: the conversation