Μετά από ανεπιβεβαίωτες αναφορές ότι οι υψηλές δόσεις βιταμίνης D (πάνω από 4000 IU/d) μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο μόλυνσης από COVID-19 ή να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της λοίμωξης, οι επιστήμονες της παρούσας μελέτης (δημοσιεύτηκε στο BMJ) αποφάσισαν να εξετάσουν όλα τα επιστημονικά δεδομένα σχετικά με τη βιταμίνη και τη χρησιμότητά της στην αντιμετώπιση των λοιμώξεων. Η βιταμίνη D είναι μία ορμόνη που παράγεται στο δέρμα μετά την έκθεση στο ηλιακό φως. Παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση των επιπέδων του ασβεστίου και του φωσφόρου στον οργανισμό, ουσίες απαραίτητες για τη διατήρηση της υγείας των οστών, των οδόντων και των μυών.
Η καθηγήτρια Sue Lanham-New, επικεφαλής του τμήματος Διατροφικών Επιστημών στο University of Surrey και επικεφαλής της έρευνας, δήλωσε: «Οι επαρκείς ποσότητες της βιταμίνης D είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της γενικότερης υγείας. Οι μικρές ποσότητες αυξάνουν τον κίνδυνο οστεοπόρωσης, ενώ οι εξαιρετικά υψηλές μπορεί να οδηγήσουν σε υψηλά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα, κάτι που είναι επικίνδυνο».
Εξετάζοντας προηγούμενες έρευνες στο πεδίο αυτό, οι επιστήμονες δεν κατάφεραν να βρουν δεδομένα που να δείχνουν ότι οι υψηλές δόσεις συμπληρωμάτων βιταμίνης D μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη ή θεραπεία του COVID-19. Προειδοποίησαν επίσης ότι τα συμπληρώματα αυτά δεν πρέπει να λαμβάνονται χωρίς τη σχετικά οδηγία γιατρού, καθώς μπορεί να είναι επιβλαβή σε υψηλές δόσεις. Οι επιστήμονες υποστήριξαν επίσης ότι δεν υπάρχουν δεδομένα που να υποστηρίζουν τη χορήγηση της βιταμίνης στην αντιμετώπιση του ιού, ενώ δεν υπάρχουν και επαρκείς έρευνες που έχουν εξετάσει τη χρησιμότητά της.
Οι επιστήμονες εξέτασαν επίσης αν υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στα επίπεδα της βιταμίνης D και τον κίνδυνο εμφάνισης λοιμώξεων του αναπνευστικού συστήματος. Προηγούμενες έρευνες στο πεδίο αυτό είχαν διαπιστώσει ότι τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D συνδέονται με οξείες λοιμώξεις του αναπνευστικού, ωστόσο διαπιστώθηκε ότι οι έρευνες αυτές είχαν αρκετούς περιορισμούς. Αρχικά, οι περισσότερες από τις παραπάνω έρευνες είχαν γίνει σε αναπτυσσόμενες χώρες, επομένως δεν είναι σαφές αν τα αποτελέσματά τους αφορούν και τους κατοίκους των ανεπτυγμένων χωρών. Οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι προς το παρόν δεν υπάρχουν ισχυρά δεδομένα που δείχνουν ότι η βιταμίνη D μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης λοιμώξεων του αναπνευστικού συστήματος.
Επικεφαλής της παρούσας μελέτης ήταν οι καθηγητές Carolyn Greig και Martin Hewison από το Πανεπιστήμιο του Birmingham. «Η περισσότερο βιταμίνη D στον οργανισμό μας προέρχεται από την έκθεση στον ήλιο, ωστόσο για αρκετά άτομα, ιδιαίτερα γι’ αυτούς που μπαίνουν σε καραντίνα εξ’ αιτίας της πανδημίας, η σύνθεση επαρκούς ποσότητας βιταμίνης D αποτελεί πρόκληση. Οι ασθενείς αυτοί μπορούν να λάβουν συμπληρώματα σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρούς τους», είπε η Greig.
«Αν και υπάρχουν ορισμένα δεδομένα που δείχνουν ότι τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο για οξείες αναπνευστικές λοιμώξεις, δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα που να δείχνουν ότι έχει χρησιμότητα ως θεραπεία για τον COVID-19, επομένως πρέπει να αποφεύγονται οι υψηλές δόσεις συμπληρωμάτων, καθώς είναι δυνητικά επιβλαβείς».
Η καθηγήτρια Judy Burrriss, γενική διευθύντρια του British Nutrition Foundation, η οποία έλαβε επίσης μέρος στην έρευνα, δήλωσε ότι «οι ασθενείς θα πρέπει να λαμβάνουν συμπληρώματα βιταμίνης D σύμφωνα με τις παρούσες οδηγίες και μόνο μετά την έγκριση του γιατρού τους».
«Τα επίπεδα της βιταμίνης D μπορούν να ενισχυθούν και μέσω μίας ισορροπημένης διατροφής με τρόφιμα που περιέχουν τη βιταμίνη, όπως τα ψάρια, το κόκκινο κρέας, τα αυγά και τα εμπλουτισμένα δημητριακά. Η ασφαλής έκθεση στον ήλιο μπορεί επίσης να προσφέρει οφέλη», κατέληξε η επιστήμονας.