Είναι νόσος µε σημαντικά αυξητική τάση επιπολασµού, μιας και ακολουθεί τις επιδημίες του ΣΔ2 και της παχυσαρκίας.
Η νόσος εμφανίζεται με πολλές μορφές, ξεκινώντας ως απλή στεάτωση (λιπώδης διήθηση), που µπορεί να δημιουργήσει φλεγμονή μέσα στο ήπαρ (µη-αλκοολική στεατοηπατίτιδα, nonalcoholic steatohepatitis, NASH), και να εξελιχθεί ακόμη και σε ηπατική ίνωση, κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα. Αν και σε κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα καταλήγει μικρό ποσοστό αυτών που έχει απλή στεάτωση, οι απόλυτοι αριθμοί είναι αρκετά υψηλοί, λόγω του μεγάλου επιπολασµού της νόσου. Έτσι, η ΜΑΛΝΗ τείνει να γίνει πρώτη αιτία κίρρωσης, αλλά και μεταμόσχευσης ήπατος, ενημερώνει εκ μέρους της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας ο Ενδοκρινολόγος κ. Στέργιος Πολύζος, Επίκουρος Καθηγητής Φαρµακολογίας-Μεθοδολογίας της Έρευνας, Α΄ Εργαστήριο Φαρµακολογίας Τµήµα Ιατρικής Α.Π.Θ.
«Αξίζει όμως να τονιστεί ότι οι ηπατικές επιπλοκές της νόσου αποτελούν την τρίτη αιτία θανάτου των ασθενών µε ΜΑΛΝΗ, μετά τα καρδιαγγειακά νοσήματα και τις κακοήθειες. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί, ότι μέχρι σήμερα δεν υπάρχει εγκεκριμένη θεραπεία για τη ΜΑΛΝΗ, παρά το γεγονός ότι αυτή αποτελεί αντικείμενο έρευνας σε παγκόσμια κλίμακα» επισημαίνει ο κ. Πολύζος και προσθέτει:
«Πριν από ένα έτος περίπου, δύο επιτροπές ειδικών σύστησαν την αλλαγή της ονομασίας της ΜΑΛΝΗ από nonalcoholic fatty liver disease σε metabolic (dysfunction)-associated fatty liver disease, δηλαδή από NAFLD σε MAFLD. Αν προσπαθούσαμε να το μεταφράσουμε αυτό στα ελληνικά θα το αποδίδαμε, ως μεταβολικής αιτιολογίας λιπώδη νόσο του ήπατος.
Από σύμπτωση φαίνεται ότι οι συντµήσεις των δύο όρων ταυτίζονται στην ελληνική γλώσσα, δηλαδή από ΜΑΛΝΗ (µη-αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος) που είναι σήμερα γίνεται ΜΑΛΝΗ (μεταβολικής αιτιολογίας λιπώδης νόσος του ήπατος)! Οι προτεινόμενες αλλαγές όμως δεν αφορούν απλά µία αλλαγή στην ονομασία της νόσου, αλλά αλλαγή και στα διαγνωστικά της κριτήρια».
«Συνοπτικά», εξηγεί, «η ύπαρξη λιπώδους ήπατος (με κριτήρια ακτινολογικά, ιστολογικά ή µε µη-επεµβατικούς δείκτες) σε ασθενείς υπέρβαρους/παχύσαρκους ή µε ΣΔ2 θέτει απευθείας τη διάγνωση της νόσου. Για να τεθεί η διάγνωση σε ανθρώπους φυσιολογικού δείκτη μάζας σώματος χωρίς ΣΔ2, χρειάζεται να πληρούνται δυο κριτήρια από μια λίστα 7 κριτηρίων, που περιλαμβάνουν: περιφέρεια μέσης, αρτηριακή πίεση, τριγλυκερίδια ορού, HDL-C ορού, CRP ορού, HOMA-IR και την ύπαρξη προδιαβήτη».
«Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία», καταλήγει ο κ. Πολύζος, «είναι ότι, τόσο µε την αλλαγή της ονομασίας («μεταβολικής αιτιολογίας») όσο και τις αλλαγές στη διάγνωση, η μεταβολική αυτή νόσος γίνεται επίσημα αντικείμενο και της ειδικότητας «Ενδοκρινολογία-Διαβήτης-Μεταβολισµός». Με την έννοια αυτή, η δυναμική συνεργασία Ενδοκρινολόγων με συναδέλφους συναφών ειδικοτήτων (Παθολογία, Γαστρεντερολογία) θα βοηθήσει στην πρόληψη και αντιμετώπιση της πολύ συχνής αυτής νόσου, ώστε οι πρώτοι που θα ευνοηθούν να είναι οι ασθενείς µε ΜΑΛΝΗ».