Ο έγκαιρος εμβολιασμός είναι απαραίτητος για τη βέλτιστη προστασία. Ωστόσο, η ικανότητά τους να παράγουν αντισώματα μετά από διάφορα εμβόλια είναι μειωμένη, όπως έχουν δείξει αρκετές μελέτες στο παρελθόν, ειδικά εάν έχει προηγηθεί σπληνεκτομή.
Η Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ πραγματοποίησε μελέτη, που για πρώτη φορά στη διεθνή βιβλιογραφία συμπεριέλαβε ασθενείς με μείζονα β-θαλασσαιμία και η οποία πρόσφατα έγινε αποδεκτή για δημοσίευση στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό British Journal of Haematology. Η μελέτη εκπονήθηκε στην Μονάδα Μεσογειακής Αναιμίας της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής του ΕΚΠΑ, με Υπεύθυνο τον Καθηγητή Αντώνη Καττάμη σε συνεργασία με τη Θεραπευτική Κλινική του ΕΚΠΑ.
Στη μελέτη μετείχαν 180 ασθενείς με ΜΜΑ μετρήθηκαν η παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων (neutralizing antibodies) και αντισωμάτων IgG έναντι της πρωτεΐνης ακίδας (spike protein) του SARS-CoV-2, πριν τη χορήγηση του εμβολίου, πριν τη δεύτερη δόση και ένα μήνα μετά τη δεύτερη δόση, των δυο mRNA εμβολίων (BNT162b2 και του mRNA-1273). Τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν με 77 υγιή άτομα παρόμοιας ηλικίας (διάμεση ηλικία τα 46 έτη) και φύλου με τους ασθενείς με μεσογειακή αναιμία.
Τα δεδομένα της μελέτης ανέδειξαν ότι δεν υπήρχε καμία διαφορά στην ανοσολογική απάντηση μεταξύ των ασθενών με μείζονα θαλασσαιμία και των υγιών ατόμων, κάτι που τονίζει την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού με mRNA εμβόλια στην ευάλωτη αυτή ομάδα συμπολιτών μας. Το προφίλ ασφάλειας του εμβολιασμού ήταν εξαιρετικό, αν και επισημαίνεται η ανάγκη στενής αιματολογικής παρακολούθησης μετά τον εμβολιασμό των ασθενών με ΜΜΑ.
Η μελέτη συνεχίζεται ώστε να δείξει τη διάρκεια της ανοσολογικής απάντησης καθώς και την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού σε μεταλλαγμένα στελέχη του SARS-CoV-2, ιδιαίτερα μετά και την τρίτη δόση του εμβολίου.