Οι επιστημονικές απόψεις και μελέτες διίστανται σχετικά με το μέγεθος του βαθμού μετάδοσης του SARS-CoV-2 από τα παιδιά στην υπόλοιπη κοινότητα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κανείς να τοποθετηθεί με βεβαιότητα σχετικά με την ασφάλεια ανοίγματος των σχολείων.
Με τη μέχρι σήμερα εξέλιξη της πανδημίας έχει αποδειχθεί ότι τα παιδιά κινδυνεύουν λιγότερο από οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή ομάδα να νοσήσουν σοβαρά από τον COVID-19. Τα παιδιά συνιστούν ένα πολύ μικρό ποσοστό των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων COVID-19. Συγκεκριμένα, τα άτομα κάτω των 10 ετών αποτελούν λιγότερο από το 2% των επίσημων κρουσμάτων στη Κίνα την Ιταλία και τις ΗΠΑ.
Με αυτό το δεδομένο κάποιες χώρες έχουν υιοθετήσει τη στρατηγική του ανοίγματος των σχολείων με την τήρηση κανόνων υγιεινής και απόστασης θεωρώντας ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για τα παιδιά. Για παράδειγμα, αυτό συμβαίνει με τα παιδιά στη Γερμανία και τη Δανία ενώ σταδιακά μαθητές στην Αυστραλία και τη Γαλλία θα κάνουν το ίδιο.
Ωστόσο, η παγκόσμια κοινότητα και οι επιστήμονες είναι διχασμένοι σχετικά με την ορθότητα της συγκεκριμένης υπόθεσης. Ειδικότερα, φοβούνται ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επιτρέψει την ταχύτερη διασπορά του ιού. Θεωρούν ότι το γεγονός ότι λιγότερα παιδιά έχουν μολυνθεί από το νέο κορονοϊό οφείλεται στο ότι δεν έχουν εκτεθεί τόσο πολύ σε αυτόν-ειδικά λόγω των κλειστών σχολείων. Επίσης, ο μικρός αριθμός κρουσμάτων σε παιδιά μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι δεν τεστάρονται, επειδή παρουσιάζουν ήπια συμπτώματα ή δεν εμφανίζουν καν τέτοια.
O παιδίατρος και επιστήμονας σε κινέζικο Πανεπιστήμιο στο Χονγκ Κονγ, Γκάρι Γούονγκ αναφέρει τα εξής: «Όσο υπάρχει μετάδοση στην κοινότητα στον πληθυσμό των ενήλικων, το άνοιγμα των σχολείων πιθανότατα να ευνοήσει τη διασπορά, καθώς οι αναπνευστικοί ιοί είναι γνωστό ότι κυκλοφορούν σε σχολεία και σε παιδικούς σταθμούς». Υποστηρίζει ότι η έρευνα και τα διαγνωστικά τεστ πρέπει να χρησιμοποιηθούν πριν ανοίξουν ξανά τα σχολεία.
Τα ευρήματα διχάζουν
Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στις 27 Απρίλη, στο The Lancet Infectious Diseases, ανέλυσε την εξάπλωση της επιδημίας σε νοικοκυριά με επιβεβαιωμένα κρούσματα του ιού στην Σενζέν της Κίνας. Βρήκε ότι τα παιδιά κάτω των 10 ήταν το ίδιο πιθανό με τους ενήλικες να μολυνθούν αλλά λιγότερο πιθανό να εμφανίσουν σοβαρά συμπτώματα.
Άλλες μελέτες, όμως, που διεξήχθησαν στην Νότια Κορέα, την Ιταλία και την Ισλανδία, όπου η διεξαγωγή τεστ είναι πιο διαδεδομένη, παρατήρησαν μικρότερα επίπεδα μόλυνσης στα παιδιά. Κάποιες έρευνες στην Κίνα υποστήριξαν ότι τα παιδιά είναι λιγότερα ευάλωτα στο να μολυνθούν. Μία από αυτές που δημοσιεύτηκε στο Science ανέλυσε δεδομένα από την Χουνάν, όπου οι επαφές των ανθρώπων με μολυσμένα άτομα ιχνηλατήθηκαν και διεξήχθησαν τεστ για τον ιό. Οι ερευνητές βρήκαν ότι κάθε μολυσμένο παιδί κάτω των 15 αντιστοιχούσαν 3 άτομα ηλικίας 20-64. Τα δεδομένα για τα παιδιά άνω των 15, όμως, δείχνουν ότι το ρίσκο λοίμωξης είναι το ίδιο με αυτό για τους ενήλικες.