Σύμφωνα με μια παγκόσμια μελέτη, η οποία ήρθε στο φως της δημοσιότητας, μετά από σχετική δημοσίευση των ερευνητών, του Πανεπιστήμιου της Ουάσινγκτον, στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό JAMA (Journal of American Medical Association), φανερώνει πως το 63,2% των ανθρώπων με long Covid-19 είναι γυναίκες.
Συγκεκριμένα, οι επιστήμονες υποστηρίζουν πως το 6,2% των ανθρώπων με Covid-19 έχουν συμπτώματα της λοίμωξης που διαρκούν τουλάχιστον τρεις μήνες. Ωστόσο σύμφωνα με μια άλλη πρόσφατη σκωτσέζικη επιστημονική μελέτη, όσοι έχουν νοσήσει από long Covid «ταλαιπωρούνται» ακόμη από τα επίμονα συμπτώματα της νόσου, ύστερα από ενάμιση έτος.
Τα πιο συχνά συμπτώματα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς είναι:
- Τα αναπνευστικά προβλήματα (3,7%)
- Η επίμονη κόπωση (3,2%)
- Οι μυϊκοί πόνοι
- Οι εναλλαγές στην ψυχική διάθεση
- Οι γνωστικές διαταραχές (2,2%)
Η μελέτη επιβεβαίωσε πως οι άνθρωποι που είναι πιο επιρρεπής στην long Covid-19 είναι όσοι είχαν ήδη νοσήσει από Covid-19 και χρειάστηκε να νοσηλευτούν, αλλά κυρίως όσοι εισήχθησαν και σε μονάδα εντατικής θεραπείας.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρ Σάρα Γουλφ Χάνσον του Ινστιτούτου Μετρήσεων και Αξιολόγησης της Υγείας του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον στο Σιάτλ, ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 1,2 εκατομμύρια άτομα 4 έως 66 ετών από 22 χώρες, που είχαν εμφανίσει συμπτώματα Covid-19 μέσα στη διετία 2020 - 2021.
Ύστερα από τα στοιχεία που συλλέχθηκαν και αναλύθηκαν, οι επιστήμονες διαπίστωσαν πως το μεγαλύτερο ποσοστό long Covid-19, με συμπτώματα τουλάχιστον τριών μηνών μετά την αρχική λοίμωξη, έχουν εμφανίσει οι γυναίκες άνω των 20 ετών (10,6%, δηλαδή μία στις δέκα), έναντι περίπου των μισών ανδρών ίδιας ηλικίας (5,4%) και πολύ λιγότερων παιδιών, εφήβων και νέων έως 20 ετών (2,8%).
Η εκτιμώμενη μέση διάρκεια των συμπτωμάτων της long Covid-19 ήταν 9 μήνες για όσους είχαν νοσηλευθεί κατά την οξεία λοίμωξη και 4 μήνες για όσους δεν είχαν χρειαστεί εισαγωγή σε νοσοκομείο.
Τσιόδρας: «Αποτύχαμε παταγωδώς στην επικοινωνία κινδύνου που ακολούθησε η χώρα μας»
Στοιχεία για την επιδημιολογικη καταγραφή, τις επιπτώσεις και τα συστήματα διαχείρισης της πανδημίας της COVID-19 στη χώρα μας, στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς παρουσίασε ο καθηγητής Παθολογίας-Λοιμώξεων, Σωτήρης Τσιόδρας στην ημερίδα του ΙΑΣΩ με θέμα «Επιδημίες – Πανδημίες που συγκλόνισαν την ανθρωπότητα».
Ο ίδιος δεν δίστασε να χαρακτηρίσει παταγώδη αποτυχία την επικοινωνία κινδύνου που ακολούθησε η χώρα μας. «Η επικοινωνία κινδύνου χρειάζεται ειδικούς, ομάδα, συνεργασία, να ανιχνεύεις τι πιστεύει το κοινό σου (public perception). Κάτι που αποτύχαμε. Παταγωδώς», ανέφερε.
«Δεν ξέρω αν αποτύχαμε γιατί έφυγα εγώ από το προσκήνιο ή βγήκαν όλοι οι άλλοι; Αποτύχαμε γιατί σταματήσαμε να εμπιστευόμαστε την επιστήμη και εμπιστευόμασταν την ιδεοληψία μας. Το κύριο οικοδόμημα της επικοινωνίας κινδύνου χτίζεται πάνω στην εμπιστοσύνη απέναντι στο γιατρό, στον επιστήμονα, στον ειδικό οποίος θα αναλύσει την επικοινωνία κινδύνου. Ζήσαμε άπειρες ψευδείς ειδήσεις και ακόμα ζούμε», είπε χαρακτηριστικά.
«12,7 δόσεις εμβολίων, σε παγκόσμιο επίπεδο. Που είναι αυτή η επιδημία θανάτων από το εμβόλιο, το θανατηφόρο, δηλητηριώδες εμβόλιο», διερωτήθηκε με νόημα.
Ερωτηθείς για τον εμβολιασμό στην επόμενη φάση, ο κ. Τσιόδρας επεσήμανε ότι, όπως έχει δείξει μελέτη, οι άνθρωποι εμπιστεύονται τον προσωπικό τους γιατρό περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. «Άρα η καμπάνια πρωτίστως θα πρέπει να αφορά τον προσωπικό γιατρό, που θα τους πείσει για την ωφέλεια. Είναι σημαντικό να εμβολιαστούν αυτοί που έχουν τον αυξημένο κίνδυνο και να πάρουν έγκαιρα θεραπεία. Η επιστήμη παραμένει ο καλύτερος σύμβουλός μας», κατέληξε.
Πηγή: JAMA Network