Παρότι υπάρχουν αποδείξεις ότι όσοι υποφέρουν από ορισμένες ασθένειες, όπως ρευματοειδή και ουρική αρθρίτιδα, διαβήτη και νεφρική ανεπάρκεια έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν την πάθηση, το είδος της επαγγελματικής ενασχόλησης είναι πιθανότερο να προκαλέσει φθορά στους τένοντες του καρπού.
Ποιοι επαγγελματίες κινδυνεύουν;
«Τα επαγγέλματα που απαιτούν δύναμη και επανάληψη ή δύναμη και παύση, δόνηση ή έντονα επαναλαμβανόμενη εργασία ευθύνονται για τις περισσότερες περιπτώσεις εκτινασσόμενου δακτύλου. Έτσι, επιρρεπείς είναι οι άνθρωποι που ασχολούνται με κατασκευές και χειρωνακτικές εργασίες, επαγγέλματα που συχνά περιλαμβάνουν επαναλαμβανόμενη άρση βάρους, χρήση κομπρεσέρ και ώθηση ή έλξη, οι δουλειές που οι εργαζόμενοι συναρμολογούν ή κατασκευάζουν αντικείμενα, έχοντας μια συγκεκριμένη στάση και κάνοντας επαναλαμβανόμενες κινήσεις για παρατεταμένες χρονικές περιόδους. Εξίσου επικίνδυνες είναι και οι εργασίες γραφείου που απαιτούν πολύωρη πληκτρολόγηση και χειρισμό του ποντικιού του υπολογιστή», επισημαίνει ο ορθοπαιδικός χειρουργός Δρ. Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος, Διευθυντής Ορθοπαιδικής Κλινικής και Διευθυντής του Τμήματος Αναίμακτης Ορθοπαιδικής Χειρουργικής του Ιατρικού Ομίλου Αθηνών, Κλινική Περιστερίου.
Ποιος είναι, όμως, ο λόγος; Όπως μας εξηγεί ο Δρ. Τριανταφυλλόπουλος, η αιτία εμφάνισης της στενωτικής τενοντοθηκίτιδας δακτύλων ή στενωτικής τενοντοελυτρίτιδας, όπως ονομάζεται επιστημονικά ο εκτινασσόμενος δάκτυλος, είναι η ύπαρξη φλεγμονής και οιδήματος στο προστατευτικό κάλυμμα του τένοντα του καρπού. «Το κάλυμμα αυτό (τενόντιο έλυτρο), περιέχει ένα λιπαντικό υγρό, που επιτρέπει την ομαλή κίνηση του τένοντα. Η φλεγμονή προκαλεί ένωση του ιστού του τενόντιου ελύτρου σε κάποιο σημείο, με αποτέλεσμα να δυσκολεύει η ολίσθηση του τένοντα μέσα σε αυτό. Μερικές φορές ο ασθενής δεν μπορεί να επαναφέρει εύκολα το δάκτυλο σε προηγούμενη θέση, οπότε ακούει έναν ήχο κλικ (ή ποπ) κατά την προσπάθειά του να το λυγίσει ή να το τεντώσει, ενώ σε ήπιες περιπτώσεις έχει μόνο μια αίσθηση τριξίματος ή δυσκαμψία του δακτύλου αυτού».
Συχνότητα πάθησης
Στατιστικά, η πάθηση παρουσιάζεται περίπου σε 28 ανά 100.000 άτομα ετησίως. Ο κίνδυνος εμφάνισής της κατά τη διάρκεια της ζωής ανέρχεται στο 2,6% στον γενικό πληθυσμό, αλλά αυξάνεται στο 10% και παραπάνω στους διαβητικούς. Η πάθηση πλήττει κυρίως ενηλίκους με μέση ηλικία τα 58 έτη, με τις γυναίκες να είναι πιο επιρρεπείς, καθώς διαγιγνώσκεται σε αυτές δύο έως έξι φορές συχνότερα από ό,τι στους άνδρες.
Εκτός από τον πόνο, οι ασθενείς με εκτινασσόμενο δάκτυλο παρουσιάζουν και λειτουργικούς περιορισμούς. Δεδομένου ότι η φυσιολογική λειτουργία των δακτύλων είναι ένας σημαντικός παράγοντας για να συμμετέχει ένα άτομο στις καθημερινές δραστηριότητες και στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις χωρίς τη βοήθεια κάποιου άλλου, μια μείωση στη δύναμη, την αίσθηση, το εύρος κίνησης και στην επιδεξιότητα μπορεί να οδηγήσει σε δυσλειτουργία και να περιορίσει τη συμμετοχή του σε αυτές. Έχει αποδειχθεί ότι ο αντίκτυπος του εκτινασσόμενου δακτύλου στη λειτουργία του χεριού, την ποιότητα ζωής και στη συμμετοχή σε δραστηριότητες είναι μεγάλος.
Μια μελέτη από Ισραηλινούς ερευνητές (Hadassah and Hebrew University) που αξιολόγησαν τις επιπτώσεις του εκτινασσόμενου δακτύλου διαπίστωσε ότι οι πάσχοντες έχουν μειωμένη δύναμη και επιδεξιότητα, περιορισμένη συμμετοχή σε δραστηριότητες και χειρότερη αντιληπτή ποιότητα ζωής, η οποία εξαρτάται από τη σοβαρότητα της πάθησης. Παρόλο, δηλαδή, που ο εκτινασσόμενος δάκτυλος θεωρείται σχετικά απλή πάθηση, αυτή η μελέτη απέδειξε τη σημαντική επίδρασή της στην ψυχολογική και σωματική ευεξία.
Η διάγνωση του εκτινασσόμενου δακτύλου βασίζεται στα συμπτώματα και στην κλινική εξέταση. Όταν όμως υπάρχει υποψία βακτηριακής λοίμωξης ο γιατρός θα ζητήσει και αιματολογικές εξετάσεις. Οι θεραπευτικές επιλογές για την ανακούφιση των συμπτωμάτων είναι τόσο μη χειρουργικές όσο και χειρουργικές. Σε πρόσφατα δημοσιευμένες οδηγίες, οι ειδικοί συμφώνησαν ότι για τη διαχείριση της πάθησης μπορεί να γίνει χρήση νάρθηκα, ενέσεις κορτικοστεροειδών και εγχείρηση. Για να αποφασιστεί ποια θεραπεία θα επιλεχθεί πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα και η διάρκεια της πάθησης, καθώς και η πιθανή προηγούμενη θεραπεία.
Σύμφωνα με τον Δρ. Δ. Τριανταφυλλόπουλο, η επέμβαση πραγματοποιείται είτε με την κλασική μέθοδο είτε με διαδερμική διάνοιξη. Το ανοιχτό χειρουργείο απαιτεί μεγάλη τομή, που χρειάζονται πολλές εβδομάδες για να την αποθεραπεία της, ενώ για την υποχώρηση του πρηξίματος και της δυσκαμψίας έως και 6 μήνες!
Με τη διαδερμική διάνοιξη ο ασθενής αναρρώνει μέσα σε ελάχιστες ημέρες! Η σημαντική αυτή διαφορά μεταξύ των δύο χειρουργικών μεθόδων είναι ότι η διαδερμική επέμβαση πραγματοποιείται με ένα ειδικό εργαλείο που μπορεί να θεραπεύσει τον εκτινασσόμενο δάκτυλο με ελάχιστα επεμβατικό τρόπο. Με τη χρήση υπερηχητικής διάγνωσης, προσδιορίζει το τμήμα του καλύμματος (τενόντιου ελύτρου) που έχει υποστεί στένωση και το κόβει, χωρίς να προκαλείται η παραμικρή βλάβη σε κάποιο άλλο υγιές σημείο. Η επέμβαση γίνεται μέσω δύο τομών 2 mm, οι οποίες δεν απαιτούν καν ράμματα, η ανάρρωση του ασθενή είναι ταχύτατη και η ανάκτηση της ικανότητας κίνησης για την εκτέλεση των καθημερινών δραστηριοτήτων εξαιρετικά σύντομη. Δεν απαιτούνται καν φυσικοθεραπείες μετεγχειρητικά.
Παρά την αποτελεσματική και οικονομική αυτή χειρουργική προσέγγιση, το πρώτο μέλημα των ανθρώπων πρέπει να είναι η πρόληψη. Γι’ αυτό η αρχική σύσταση του Δρ. Δημήτρη Τριανταφυλλόπουλου είναι η λήψη προφυλακτικών μέτρων, η αλλαγή του τρόπου εκτέλεσης της δραστηριότητας που μπορεί να οδηγήσει σε εκτινασσόμενο δάκτυλο και, όπου είναι εφικτό, η αποφυγή της.